ἐπισυνάπτω: Difference between revisions
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπισυνάπτω''': ὡς καὶ νῦν, [[συνάπτω]], προσαρτῶ τι εἴς τι, οἷς ἐπισυνάψομεν τὰς περὶ τὴν Αἴγυπτον ταραχὰς Πολύβ. 3. 2, 8· [[κάμνω]] τι νὰ ἐξαρτᾶται, τι ἀπό τινος Διον. Ἁλ. 1. 87· προσθέτω, τι [[περί]] τινος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 120. 2) = [[συνάπτω]], ἐπισυνάπτειν μάχην τινὶ Διόδ. 14. 94, πρβλ. Πλουτ. Κάμιλλ. 18. ΙΙ. συνορεύω, [[ἔρχομαι]] ἀμέσως κατόπιν, Φωτ. Βιβλ. 458. 30. | |lstext='''ἐπισυνάπτω''': ὡς καὶ νῦν, [[συνάπτω]], προσαρτῶ τι εἴς τι, οἷς ἐπισυνάψομεν τὰς περὶ τὴν Αἴγυπτον ταραχὰς Πολύβ. 3. 2, 8· [[κάμνω]] τι νὰ ἐξαρτᾶται, τι ἀπό τινος Διον. Ἁλ. 1. 87· προσθέτω, τι [[περί]] τινος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 120. 2) = [[συνάπτω]], ἐπισυνάπτειν μάχην τινὶ Διόδ. 14. 94, πρβλ. Πλουτ. Κάμιλλ. 18. ΙΙ. συνορεύω, [[ἔρχομαι]] ἀμέσως κατόπιν, Φωτ. Βιβλ. 458. 30. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=joindre avec, adapter à ; <i>fig.</i> rattacher à.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[συνάπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
A join on, subjoin, attach, τί τινι Hp.Art.71, Plb. 3.2.8, Phld.Vit.p.43 J., cf. D.H.1.87, etc. ; add, περί τινος S.E.M.1.120:—Pass., [λέξεις]A.D.Synt.6.28. 2 = συνάπτειν, μάχην τινί D.S. 14.94. 3 c. dat., assist, promote, τῷ τάχει Ph.Bel.69.8. II Med., link oneself with, τινί Eustr.in EN6.18.
German (Pape)
[Seite 987] noch daran fügen, damit verbinden, hinzusetzen, Pol. 3, 2, 8; ἐπισυναπτέον, S. Emp. adv. phys. 2, 20; μάχην τινί, Jemandem eine Schlacht liefern, D. Sic. 14, 94; πόλεμον, Krieg veranlassen, Plut. Cam. 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυνάπτω: ὡς καὶ νῦν, συνάπτω, προσαρτῶ τι εἴς τι, οἷς ἐπισυνάψομεν τὰς περὶ τὴν Αἴγυπτον ταραχὰς Πολύβ. 3. 2, 8· κάμνω τι νὰ ἐξαρτᾶται, τι ἀπό τινος Διον. Ἁλ. 1. 87· προσθέτω, τι περί τινος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 120. 2) = συνάπτω, ἐπισυνάπτειν μάχην τινὶ Διόδ. 14. 94, πρβλ. Πλουτ. Κάμιλλ. 18. ΙΙ. συνορεύω, ἔρχομαι ἀμέσως κατόπιν, Φωτ. Βιβλ. 458. 30.
French (Bailly abrégé)
joindre avec, adapter à ; fig. rattacher à.
Étymologie: ἐπί, συνάπτω.