κριτός: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρῐτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[κρίνω]], διακεκριμένος, «ξεχωριστός», [[ἐκλεκτός]], Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Η. 258. 2) [[ἐκλεκτός]], [[ἔξοχος]], Πινδ. Π. 4. 89, Σοφ. Τρ. 27, 245, κτλ. | |lstext='''κρῐτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[κρίνω]], διακεκριμένος, «ξεχωριστός», [[ἐκλεκτός]], Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Η. 258. 2) [[ἐκλεκτός]], [[ἔξοχος]], Πινδ. Π. 4. 89, Σοφ. Τρ. 27, 245, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> trié, choisi;<br /><b>2</b> choisi, supérieur.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κρίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A separated, picked out, chosen, Il.7.434, Od.8.258. 2 choice, excellent, Pi.P.4.50, S.Tr.27, 245, etc.; δάμαλις SIG1026.6 (Cos, iv/ iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1511] ausgeschieden, ausgewählt, erlesen, von den Besten; ἀμφὶ πυρὴν κριτὸς ἔγρετο λαὸς Ἀχαιῶν Il. 7, 434; αἰσυμνῆται κριτοὶ ἐννέα Od. 8, 258; γένος Pind. P. 4, 50; ταύτας ἐξείλεθ' αὑτῷ κτῆμα καὶ θεοῖς κριτόν Soph. Trach. 245.
Greek (Liddell-Scott)
κρῐτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ κρίνω, διακεκριμένος, «ξεχωριστός», ἐκλεκτός, Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Η. 258. 2) ἐκλεκτός, ἔξοχος, Πινδ. Π. 4. 89, Σοφ. Τρ. 27, 245, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 trié, choisi;
2 choisi, supérieur.
Étymologie: adj. verb. de κρίνω.