πινακίσκος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῐνᾰκίσκος''': ὁ, = [[πινακίδιον]], Ἀριστοφ. Πλ. 813, Ἀποσπ. 449, Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 4. 14, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πρέσβεσι» 1· ἴδε [[πίναξ]] 2.
|lstext='''πῐνᾰκίσκος''': ὁ, = [[πινακίδιον]], Ἀριστοφ. Πλ. 813, Ἀποσπ. 449, Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 4. 14, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πρέσβεσι» 1· ἴδε [[πίναξ]] 2.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>dim. de</i> [[πίναξ]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐνᾰκίσκος Medium diacritics: πινακίσκος Low diacritics: πινακίσκος Capitals: ΠΙΝΑΚΙΣΚΟΣ
Transliteration A: pinakískos Transliteration B: pinakiskos Transliteration C: pinakiskos Beta Code: pinaki/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of

   A πίναξ 2, Ar.Pl. 813,Fr.532, Pherecr.108.14, Pl.Com.119, Lync.1.6.

German (Pape)

[Seite 616] ὁ, = πινακίδιον, Ar. Plut. 813.

Greek (Liddell-Scott)

πῐνᾰκίσκος: ὁ, = πινακίδιον, Ἀριστοφ. Πλ. 813, Ἀποσπ. 449, Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 4. 14, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πρέσβεσι» 1· ἴδε πίναξ 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
dim. de πίναξ.