πενθικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πενθῐκός''': -ή, -όν, ([[πένθος]]) [[πένθιμος]], Πλούτ. 2.102Β, κτλ.· ἐν πενθικοῖς (ἐξυπ. ἐσθήμασι) Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΓ΄, 4)· - Ἐπίρρ., πενθικῶς ἔχειν τινός, πενθεῖν, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 7· [[πάνυ]] π. ἐσκευασμένη Λουκ. περὶ Διαβολῆς 5. | |lstext='''πενθῐκός''': -ή, -όν, ([[πένθος]]) [[πένθιμος]], Πλούτ. 2.102Β, κτλ.· ἐν πενθικοῖς (ἐξυπ. ἐσθήμασι) Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΓ΄, 4)· - Ἐπίρρ., πενθικῶς ἔχειν τινός, πενθεῖν, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 7· [[πάνυ]] π. ἐσκευασμένη Λουκ. περὶ Διαβολῆς 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />de deuil.<br />'''Étymologie:''' [[πένθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for mourning, mournful, ὀδυρμοί Plu.2.102b ; θέα Porph.Abst.2.50 ; ἐσθής Chor.p.6B.; ἐν πενθικοῖς (sc. ἐσθήμασι) LXX Ex.33.4. Adv. -κῶς, ἔχειν τινός to be in mourning for a person, X.Cyr.5.2.7 ; πάνυ π. ἐσκευασμένη Luc.Cal.5, cf. Plu.2.1 13d (v.l. -ητικῶς).
German (Pape)
[Seite 555] zur Klage od. Trauer gehörig, Sp., πενθικοὶ ὀδυρμοί, Plut. consol. ad Apoll. p. 317; πενθικῶς ἔχειν τοῦ ἀδελφοῦ τεθνηκότος, um den Bruder trauern, Xen. Cyr. 5, 2, 7.
Greek (Liddell-Scott)
πενθῐκός: -ή, -όν, (πένθος) πένθιμος, Πλούτ. 2.102Β, κτλ.· ἐν πενθικοῖς (ἐξυπ. ἐσθήμασι) Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΓ΄, 4)· - Ἐπίρρ., πενθικῶς ἔχειν τινός, πενθεῖν, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 7· πάνυ π. ἐσκευασμένη Λουκ. περὶ Διαβολῆς 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de deuil.
Étymologie: πένθος.