μάλκη: Difference between revisions
οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μάλκη''': ἡ, [[νάρκη]] [[ἕνεκα]] ψύχους, [[κυρίως]] τὰ χίμετλα τὰ γινόμενα εἰς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδους [[ἕνεκα]] πολλοῦ ψύχους, κοινῶς «ξεπαγιάσματα», Νικ. Ἀλ. 553, Θ. 724· ἐν τῷ πληθ. ὁ αὐτ. ἐν Θ. 583 - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάλλην· τὸ [[ἐπικόπανον]]. Πάριοι». | |lstext='''μάλκη''': ἡ, [[νάρκη]] [[ἕνεκα]] ψύχους, [[κυρίως]] τὰ χίμετλα τὰ γινόμενα εἰς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδους [[ἕνεκα]] πολλοῦ ψύχους, κοινῶς «ξεπαγιάσματα», Νικ. Ἀλ. 553, Θ. 724· ἐν τῷ πληθ. ὁ αὐτ. ἐν Θ. 583 - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάλλην· τὸ [[ἐπικόπανον]]. Πάριοι». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />engourdissement par le froid, particul. aux mains et aux pieds, onglée ; [[αἱ]] μάλκαι, engelures.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μαλακιάω]] -- DELG étym. ignorée. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A numbness from cold, esp. in hands and feet, Nic.Al.540, Th.724,382 (pl.), prob. in Plu.2.914a. 2 chilblain, Sch.Nic.Th. 382(pl.). II μάλκην· τὸ ἐπικόπανον (Parian), Hsch.
German (Pape)
[Seite 90] ἡ (μαλακός), das Erfrieren, Verklamen, bes. an den weicheren, empfindlicheren Theilen, ὅτ' ἐν παλάμῃσιν ἀεργοὶ μάλκαι ἐπιπροθέωσιν ὑπὸ κρυμοῖο δαμέντων, Nic. Ther. 382, Frostbeulen, vgl. 724 Al. 353; sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
μάλκη: ἡ, νάρκη ἕνεκα ψύχους, κυρίως τὰ χίμετλα τὰ γινόμενα εἰς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδους ἕνεκα πολλοῦ ψύχους, κοινῶς «ξεπαγιάσματα», Νικ. Ἀλ. 553, Θ. 724· ἐν τῷ πληθ. ὁ αὐτ. ἐν Θ. 583 - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάλλην· τὸ ἐπικόπανον. Πάριοι».
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
engourdissement par le froid, particul. aux mains et aux pieds, onglée ; αἱ μάλκαι, engelures.
Étymologie: cf. μαλακιάω -- DELG étym. ignorée.