ἀναπόδραστος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπόδραστος''': -ον, [[ἄφυκτος]], ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 5, Πλούτ. 2. 166E. 2) [[ἀνίκανος]] νὰ ἀποδράσῃ, «ἀναποδράστους, τοὺς μὴ δυναμένους φυγεῖν» Α. Β. 392. 9.
|lstext='''ἀναπόδραστος''': -ον, [[ἄφυκτος]], ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 5, Πλούτ. 2. 166E. 2) [[ἀνίκανος]] νὰ ἀποδράσῃ, «ἀναποδράστους, τοὺς μὴ δυναμένους φυγεῖν» Α. Β. 392. 9.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />inévitable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἀποδιδράσκω]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπόδραστος Medium diacritics: ἀναπόδραστος Low diacritics: αναπόδραστος Capitals: ΑΝΑΠΟΔΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anapódrastos Transliteration B: anapodrastos Transliteration C: anapodrastos Beta Code: a)napo/drastos

English (LSJ)

ον,

   A unavoidable, not to be escaped, Arist.Mu.401b13, Plu.2.166e, Alex.Aphr.Fat.166.3; τὸ ἀ. Plot.4.3.13.    2 Act., unable to run away, AB392, Alb.Intr.6.

German (Pape)

[Seite 203] unentrinnbar, Arist. mund. 7, 5; bei Plut. Superst. 4 δοῦλος, ein Sklav, der nicht entfliehen kann.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπόδραστος: -ον, ἄφυκτος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 5, Πλούτ. 2. 166E. 2) ἀνίκανος νὰ ἀποδράσῃ, «ἀναποδράστους, τοὺς μὴ δυναμένους φυγεῖν» Α. Β. 392. 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inévitable.
Étymologie: ἀ, ἀποδιδράσκω.