ἐπιφάσκω: Difference between revisions
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιφάσκω''': [[διισχυρίζομαι]], ἐπαγγέλλομαι, διαβεβαιῶ, μετ’ ἀπαρ., Φίλων παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 388D· προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, ἐπ. τὸν πλούσιον ὁ αὐτ. 2. 536. | |lstext='''ἐπιφάσκω''': [[διισχυρίζομαι]], ἐπαγγέλλομαι, διαβεβαιῶ, μετ’ ἀπαρ., Φίλων παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 388D· προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, ἐπ. τὸν πλούσιον ὁ αὐτ. 2. 536. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=alléguer, déclarer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[φάσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
A pretend, profess, c. inf., εἰδέναι σαφῶς Ph.1.457 ; ἰᾶσθαι Id. ap. Eus.PE8.14 ; act a part, ἐ. τὸν [σεμνόν] Phld.Vit.p.36J.; τὸν πλούσιον Ph.2.536.
German (Pape)
[Seite 999] (s. φάσκω), aussagen, behaupten, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφάσκω: διισχυρίζομαι, ἐπαγγέλλομαι, διαβεβαιῶ, μετ’ ἀπαρ., Φίλων παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 388D· προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, ἐπ. τὸν πλούσιον ὁ αὐτ. 2. 536.