στράγγευμα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στράγγευμα''': τό, [[δισταγμός]], [[ὄκνος]] ἢ βραδύτης, [[ἀργοπορία]], πιθαν. γραφ. παρὰ Πλουτ. ἐν Ἀλεξ. 58.
|lstext='''στράγγευμα''': τό, [[δισταγμός]], [[ὄκνος]] ἢ βραδύτης, [[ἀργοπορία]], πιθαν. γραφ. παρὰ Πλουτ. ἐν Ἀλεξ. 58.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />hésitation, lenteur.<br />'''Étymologie:''' [[στραγγεύομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στράγγευμα Medium diacritics: στράγγευμα Low diacritics: στράγγευμα Capitals: ΣΤΡΑΓΓΕΥΜΑ
Transliteration A: strángeuma Transliteration B: strangeuma Transliteration C: straggevma Beta Code: stra/ggeuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A act of hesitation or delay, dub.cj. in Plu.Alex. 68 for στράτευμα codd. (τραῦμα Reiske).

German (Pape)

[Seite 950] τό, = σταγγεία, zw.

Greek (Liddell-Scott)

στράγγευμα: τό, δισταγμός, ὄκνος ἢ βραδύτης, ἀργοπορία, πιθαν. γραφ. παρὰ Πλουτ. ἐν Ἀλεξ. 58.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
hésitation, lenteur.
Étymologie: στραγγεύομαι.