ἀριθμητικός: Difference between revisions
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀριθμητικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ ἀριθμεῖν ἀνήκων, ὁ [[ἱκανός]], [[ἐπιτήδειος]] πρὸς τοῦτο, ἀριθμητικὸς [[ἄνθρωπος]] Πλάτ. Γοργ. 453Ε· [[ἀναλογία]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 7: ἡ ἀριθμητικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), ὡς παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Πολ. 525Α, κ. ἀλλ.· ἀριθμητική, [[ἄνευ]] ἄρθρου, ὁ αὐτ. Γοργ. 450D· ἡ ἀρ. [[ἐπιστήμη]] Πλούτ. 2. 979Ε· πρβλ. λογιστικὸς 1. - Ἐπίρρ. -κῶς Πλούτ. 2. 643C. | |lstext='''ἀριθμητικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ ἀριθμεῖν ἀνήκων, ὁ [[ἱκανός]], [[ἐπιτήδειος]] πρὸς τοῦτο, ἀριθμητικὸς [[ἄνθρωπος]] Πλάτ. Γοργ. 453Ε· [[ἀναλογία]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 7: ἡ ἀριθμητικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), ὡς παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Πολ. 525Α, κ. ἀλλ.· ἀριθμητική, [[ἄνευ]] ἄρθρου, ὁ αὐτ. Γοργ. 450D· ἡ ἀρ. [[ἐπιστήμη]] Πλούτ. 2. 979Ε· πρβλ. λογιστικὸς 1. - Ἐπίρρ. -κῶς Πλούτ. 2. 643C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les nombres ; ἡ ἀριθμητική ([[τέχνη]]) PLAT l’art de compter, l’arithmétique.<br />'''Étymologie:''' [[ἀριθμέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for reckoning, skilled therein, ἄνθρωπος Id.Grg.453e. II arithmetical, μέσα Archyt.2; ἀναλογία Arist.EN1106a35; τὸ ἓν ἁπλῶς οὐκ ἦν ἀ. Dam.Pr.117; ἡ ἀριθμητική (sc. τέχνη) arithmetic, Pl.R.525a, al.; as a subject of competition, Inscr.Magn.107; ἡ ἀ. ἐπιστήμη Plu. 2.979e. Adv. -κῶς ib.643c, Theo Sm.p.116H. III -κόν, τό, land-tax in Egypt, τὸ τέλειον ἀ. Sammelb.4415.14 (ii A. D.), etc.; ἡμιτέλειον ἀ. BGU330.6 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 351] zum Zählen, Rechnen gehörig, geschickt, es verstehend, ἄνθρωπος Plat. Gorg. 453 e; η ἀριθμητική, sc. τέχνη, die Rechenkunst, 451 e, u. öfter auch Sp. – Adv., Plut. Symp. 2, 10, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριθμητικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ ἀριθμεῖν ἀνήκων, ὁ ἱκανός, ἐπιτήδειος πρὸς τοῦτο, ἀριθμητικὸς ἄνθρωπος Πλάτ. Γοργ. 453Ε· ἀναλογία Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 7: ἡ ἀριθμητικὴ (ἐνν. τέχνη), ὡς παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Πολ. 525Α, κ. ἀλλ.· ἀριθμητική, ἄνευ ἄρθρου, ὁ αὐτ. Γοργ. 450D· ἡ ἀρ. ἐπιστήμη Πλούτ. 2. 979Ε· πρβλ. λογιστικὸς 1. - Ἐπίρρ. -κῶς Πλούτ. 2. 643C.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les nombres ; ἡ ἀριθμητική (τέχνη) PLAT l’art de compter, l’arithmétique.
Étymologie: ἀριθμέω.