ὀχυρός: Difference between revisions

From LSJ

τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears

Source
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀχῠρός''': -ά, -όν, (ἔχω) ὡς τὸ [[ἐχυρός]], [[στερεός]], [[διαρκής]], [[δυνατός]], ἐπὶ ξύλου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 427 (ἐν τῷ ὑπερθ. ὀχυρώτατος)˙ ὀχυροῖς ἕρκεσιν εἴργειν (Κῶδ. Μεδ. ἐχυροῖς) Αἰσχύλ. Πέρσ. 90˙ ἐπὶ ἀνδρῶν, [[αὐτόθι]] 78, Ἀγ. 44. 2) ἐπὶ τόπων, [[ἰσχυρός]], [[ἀσφαλής]], παρθενῶνες Εὐρ. Ι. Α. 738˙ [[κυρίως]] ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ἐπὶ φρουρίου ἢ ἀσφαλοῦς στρατηγικῆς θέσεως, [[ἀσφαλής]], [[ἐχυρός]], [[ὄρος]] Ξενοφ. Ἀν. 1. 2, 22˙ [[χωρίον]] [[αὐτόθι]] 24, Ἰσοκρ. 194D [[πόλις]] Πολύβ. 7. 15˙ 2˙ τὰ ὀχυρὰ Ξενοφ. Κύρ. 6. 1, 15, κτλ. Ἐπίρρ. -ρῶς, Εὐρ. Μήδ. 124.
|lstext='''ὀχῠρός''': -ά, -όν, (ἔχω) ὡς τὸ [[ἐχυρός]], [[στερεός]], [[διαρκής]], [[δυνατός]], ἐπὶ ξύλου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 427 (ἐν τῷ ὑπερθ. ὀχυρώτατος)˙ ὀχυροῖς ἕρκεσιν εἴργειν (Κῶδ. Μεδ. ἐχυροῖς) Αἰσχύλ. Πέρσ. 90˙ ἐπὶ ἀνδρῶν, [[αὐτόθι]] 78, Ἀγ. 44. 2) ἐπὶ τόπων, [[ἰσχυρός]], [[ἀσφαλής]], παρθενῶνες Εὐρ. Ι. Α. 738˙ [[κυρίως]] ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ἐπὶ φρουρίου ἢ ἀσφαλοῦς στρατηγικῆς θέσεως, [[ἀσφαλής]], [[ἐχυρός]], [[ὄρος]] Ξενοφ. Ἀν. 1. 2, 22˙ [[χωρίον]] [[αὐτόθι]] 24, Ἰσοκρ. 194D [[πόλις]] Πολύβ. 7. 15˙ 2˙ τὰ ὀχυρὰ Ξενοφ. Κύρ. 6. 1, 15, κτλ. Ἐπίρρ. -ρῶς, Εὐρ. Μήδ. 124.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />fort, ferme ; <i>particul.</i> fort par la position naturelle <i>ou</i> fortifié ; τὰ ὀχυρά, lieux fortifiés.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχῠρός Medium diacritics: ὀχυρός Low diacritics: οχυρός Capitals: ΟΧΥΡΟΣ
Transliteration A: ochyrós Transliteration B: ochyros Transliteration C: ochyros Beta Code: o)xuro/s

English (LSJ)

ά, όν, (ἔχω) ἐχυρός,

   A firm, lasting, stout, of wood, Hes.Op. 429 (Sup.); of persons, διθρόνου Διόθεν . . τιμῆς ὀχυρὸν ζεῦγος Ἀτρείδαιν A.Ag.44 (anap.): but elsewh. A. uses ἐχυρός (q. v.).    2 of places, strong, secure, παρθενῶνες E.IA738; esp. as military term, of a stronghold or position, strong, ὄρος X.An.1.2.22; χωρίον ib.1.2.24, Isoc.9.30 (v.l. ἐχ-) ; πόλεις Plb.7.15.2; τὰ ὀ. X.Cyr.6.1.15, etc. Adv. -ρῶς E.Med.124 (anap.), Charito 7.2.

German (Pape)

[Seite 431] = ἐχυρός, fest, haltbar; ξύλον ὀχυρώτατον, Hes. O. 431; ὀχυρὸν ζεῦγος Ἀτρειδῶν, Aesch. Ag. 44, vgl. Pers. 78; ὀχυροῖσι παρθενῶσι, Eur. I. A. 738; bes. von festen Plätzen, Festungen, die sich gegen den Feind halten können, Xen. Cyr. 6, 3, 25; ὀχυρώτατος τόπος, Pol. 7, 15, 3, öfter; auch πρόνοιαν ποιεῖσθαι τὴν ὀχυρωτάτην, 2, 6, 5; Folgde, wie Plut. Demetr. 47 Luc. Dem. enc. 48.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχῠρός: -ά, -όν, (ἔχω) ὡς τὸ ἐχυρός, στερεός, διαρκής, δυνατός, ἐπὶ ξύλου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 427 (ἐν τῷ ὑπερθ. ὀχυρώτατος)˙ ὀχυροῖς ἕρκεσιν εἴργειν (Κῶδ. Μεδ. ἐχυροῖς) Αἰσχύλ. Πέρσ. 90˙ ἐπὶ ἀνδρῶν, αὐτόθι 78, Ἀγ. 44. 2) ἐπὶ τόπων, ἰσχυρός, ἀσφαλής, παρθενῶνες Εὐρ. Ι. Α. 738˙ κυρίως ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ἐπὶ φρουρίου ἢ ἀσφαλοῦς στρατηγικῆς θέσεως, ἀσφαλής, ἐχυρός, ὄρος Ξενοφ. Ἀν. 1. 2, 22˙ χωρίον αὐτόθι 24, Ἰσοκρ. 194D πόλις Πολύβ. 7. 15˙ 2˙ τὰ ὀχυρὰ Ξενοφ. Κύρ. 6. 1, 15, κτλ. Ἐπίρρ. -ρῶς, Εὐρ. Μήδ. 124.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
fort, ferme ; particul. fort par la position naturelle ou fortifié ; τὰ ὀχυρά, lieux fortifiés.
Étymologie: ἔχω.