προαμαρτάνω: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προᾰμαρτάνω''': μέλλ. -ᾰμαρτήσομαι, [[ἁμαρτάνω]] πρότερον, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. ιβ΄, 21, ιγ΄, 2· μετοχ. παθ. πρκμ., τὰ προημαρτημένα Ἡρῳδιαν. 3. 14. | |lstext='''προᾰμαρτάνω''': μέλλ. -ᾰμαρτήσομαι, [[ἁμαρτάνω]] πρότερον, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. ιβ΄, 21, ιγ΄, 2· μετοχ. παθ. πρκμ., τὰ προημαρτημένα Ἡρῳδιαν. 3. 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=pécher auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἁμαρτάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
A fail or sin before, 2 Ep.Cor.12.21, 13.2: pf. part. Pass., τὰ προημαρτημένα OGI751.10 (Amblada, ii B.C.), J.BJ1.24.4, Hdn.3.14.4.
German (Pape)
[Seite 706] (s. ἁμαρτάνω), vorher fehlen, sündigen, K. S. In B. A. 193 v. παρανόμων ist προαμαρτήσας verderbt.
Greek (Liddell-Scott)
προᾰμαρτάνω: μέλλ. -ᾰμαρτήσομαι, ἁμαρτάνω πρότερον, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. ιβ΄, 21, ιγ΄, 2· μετοχ. παθ. πρκμ., τὰ προημαρτημένα Ἡρῳδιαν. 3. 14.