θαιρός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θαιρός''': ὁ, (ἴδε [[θύρα]]) ὁ [[στρόφιγξ]] θύρας, ῥῆξε δ’ ἀπ’ ἀμφοτέρους θαιροὺς Ἰλ. Μ. 459, Κόϊντ. Σμ. 3. 27. ΙΙ. ὁ [[ἄξων]] ἅρματος, Σοφ. Ἀποσπ. 538· ― θαιραῖα ξύλα, ξύλα, ὧν [[χρῆσις]] ἐγίνετο πρὸς κατασκευὴν θαιρῶν, [[Πολυδ]]. Α΄, 144, 253.
|lstext='''θαιρός''': ὁ, (ἴδε [[θύρα]]) ὁ [[στρόφιγξ]] θύρας, ῥῆξε δ’ ἀπ’ ἀμφοτέρους θαιροὺς Ἰλ. Μ. 459, Κόϊντ. Σμ. 3. 27. ΙΙ. ὁ [[ἄξων]] ἅρματος, Σοφ. Ἀποσπ. 538· ― θαιραῖα ξύλα, ξύλα, ὧν [[χρῆσις]] ἐγίνετο πρὸς κατασκευὴν θαιρῶν, [[Πολυδ]]. Α΄, 144, 253.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />gond d’une porte.<br />'''Étymologie:''' pour *θαριός de *θϜαριός, cf. [[θύρα]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαιρός Medium diacritics: θαιρός Low diacritics: θαιρός Capitals: ΘΑΙΡΟΣ
Transliteration A: thairós Transliteration B: thairos Transliteration C: thairos Beta Code: qairo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A pivot of a door or gate, ῥῆξε δ' ἀπ' ἀμφοτέρους θαιρούς Il. 12.459, cf. Q.S.3.27, Agath.1.10.    II axle of a chariot, S.Fr. 596. (Perh. for θϝᾰρ-yos, cf. θύρα.)

German (Pape)

[Seite 1181] ὁ, die Thürangel, Il. 12, 459, VLL. στροφεύς, die nach Hesych. von oben nach unten ging, ὁ διήκων ἀπὸ τοῦ ἄνω μέρους ἕως κάτω στροφεύς, Qu. Sm. 3, 27 heißt es πύλας δ' εἰς οὖδας ἔρεισε θαιρῶν ἐξερύσας, nachdem er sie aus den Angeln gerissen hatte. – Nach Poll. 1, 144 am Wagen die Eckhölzer, in welche die Seiten des Wagenkastens eingefügt sind, u. die Seitenstücke selbst, = θαιραῖα ξύλα, ibd. 253, vielleicht Wagenrungen. – Bei Soph. fr. 538 die Achse des Wagens.

Greek (Liddell-Scott)

θαιρός: ὁ, (ἴδε θύρα) ὁ στρόφιγξ θύρας, ῥῆξε δ’ ἀπ’ ἀμφοτέρους θαιροὺς Ἰλ. Μ. 459, Κόϊντ. Σμ. 3. 27. ΙΙ. ὁ ἄξων ἅρματος, Σοφ. Ἀποσπ. 538· ― θαιραῖα ξύλα, ξύλα, ὧν χρῆσις ἐγίνετο πρὸς κατασκευὴν θαιρῶν, Πολυδ. Α΄, 144, 253.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
gond d’une porte.
Étymologie: pour *θαριός de *θϜαριός, cf. θύρα.