ἐπίλυπος: Difference between revisions
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίλῡπος''': -ον, ([[λύπη]]) σκυθρωπὸς ἐκ λύπης, [[ἡσυχῇ]] ἐπίλυποι, κατηφέες Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 12· [[μελαγχολικός]], [[ἄθυμος]], Πλούτ. 2. 13Α. ΙΙ. [[λυπηρός]], προξενῶν λύπην, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 2, 5 κ. ἀλλ.· τὸ ἐπίλυπον, τὸ προξενοῦν λύπην, [[αὐτόθι]] 3. 1, 13, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. καματηρόν. | |lstext='''ἐπίλῡπος''': -ον, ([[λύπη]]) σκυθρωπὸς ἐκ λύπης, [[ἡσυχῇ]] ἐπίλυποι, κατηφέες Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 12· [[μελαγχολικός]], [[ἄθυμος]], Πλούτ. 2. 13Α. ΙΙ. [[λυπηρός]], προξενῶν λύπην, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 2, 5 κ. ἀλλ.· τὸ ἐπίλυπον, τὸ προξενοῦν λύπην, [[αὐτόθι]] 3. 1, 13, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. καματηρόν. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> affligé, triste;<br /><b>2</b> affligeant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[λύπη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (λύπη)
A sad, γένος Ph.2.29; in low spirits, Aret.SA2.12, SD1.6, Ruf.Fr.70.21. Adv. -πως sadly, ἀπολαύειν Ph.1.136. II. painful, ἐπίλυπον ἡ ἀνδρεία Arist.EN1117a34; τὸ ἐ. a thing that causes pain, ib.1110b19; ἐ. γῆρας Plu.2.13a. Adv. -πως, καταστρέψαι τὸν βίον D.S.17.118.
German (Pape)
[Seite 959] betrübt, traurig, Plut. u. a. Sp.; – auch act. Betrübniß, Trauer hervorbringend, Arist. Eth. Nic. 11, 4. – Adv., D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίλῡπος: -ον, (λύπη) σκυθρωπὸς ἐκ λύπης, ἡσυχῇ ἐπίλυποι, κατηφέες Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 12· μελαγχολικός, ἄθυμος, Πλούτ. 2. 13Α. ΙΙ. λυπηρός, προξενῶν λύπην, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 2, 5 κ. ἀλλ.· τὸ ἐπίλυπον, τὸ προξενοῦν λύπην, αὐτόθι 3. 1, 13, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. καματηρόν.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 affligé, triste;
2 affligeant.
Étymologie: ἐπί, λύπη.