Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεπτεπίλεπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt

Menander, Monostichoi, 557
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπτεπίλεπτος''': -ον, [[λίαν]] [[λεπτός]], ὅσον [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ γίνῃ [[λεπτός]], ἐν τῷ συγκρ., Ἀνθ. Π. 11. 110· πρβλ. κυβεπίκυβοι, [[παππεπίπαππος]], [[φαυλεπίφαυλος]].
|lstext='''λεπτεπίλεπτος''': -ον, [[λίαν]] [[λεπτός]], ὅσον [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ γίνῃ [[λεπτός]], ἐν τῷ συγκρ., Ἀνθ. Π. 11. 110· πρβλ. κυβεπίκυβοι, [[παππεπίπαππος]], [[φαυλεπίφαυλος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />très mince, très délicat.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[ἐπί]], [[λεπτός]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτεπίλεπτος Medium diacritics: λεπτεπίλεπτος Low diacritics: λεπτεπίλεπτος Capitals: ΛΕΠΤΕΠΙΛΕΠΤΟΣ
Transliteration A: leptepíleptos Transliteration B: leptepileptos Transliteration C: leptepileptos Beta Code: leptepi/leptos

English (LSJ)

ον,

   A thin-upon-thin, i.e. as thin as thin can be, in Comp., AP11.110 (Nicarch.); cf. παππεπίπαππος, φαυλεπίφαυλος.

German (Pape)

[Seite 30] dünn über dünn, übermäßig dünn, im compar., Nicarch. 16 (XI, 110). Vgl. φαυλεπίφαυλος, Auch a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτεπίλεπτος: -ον, λίαν λεπτός, ὅσον εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃ λεπτός, ἐν τῷ συγκρ., Ἀνθ. Π. 11. 110· πρβλ. κυβεπίκυβοι, παππεπίπαππος, φαυλεπίφαυλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très mince, très délicat.
Étymologie: λεπτός, ἐπί, λεπτός.