λεπτεπίλεπτος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπτεπίλεπτος''': -ον, [[λίαν]] [[λεπτός]], ὅσον [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ γίνῃ [[λεπτός]], ἐν τῷ συγκρ., Ἀνθ. Π. 11. 110· πρβλ. κυβεπίκυβοι, [[παππεπίπαππος]], [[φαυλεπίφαυλος]].
|lstext='''λεπτεπίλεπτος''': -ον, [[λίαν]] [[λεπτός]], ὅσον [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ γίνῃ [[λεπτός]], ἐν τῷ συγκρ., Ἀνθ. Π. 11. 110· πρβλ. κυβεπίκυβοι, [[παππεπίπαππος]], [[φαυλεπίφαυλος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />très mince, très délicat.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[ἐπί]], [[λεπτός]].
}}
}}