παλίωξις: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλίωξις''': ἡ, ([[πάλιν]], ἰωκὴ) ἡ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] [[δίωξις]] τῶν διωκόντων, [[ὅταν]] δηλ. οἱ φεύγοντες ἀναλαμβάνωσι δύναμιν καὶ στρέφωνται κατὰ τῶν διωκόντων καὶ διώκωσιν αὐτούς, [[παλίωξις]] δὲ γένηται ἐκ [[νηῶν]] [ῑ ἐν ἄρσει] Ἰλ. Μ. 71· [[οὕτως]], ἄν τοι [[ἔπειτα]] παλίωξιν παρὰ [[νηῶν]] αἰὲν ἐγὼ τεύξοιμι Ο. 69, πρβλ. 601· ἀντίθετ. τῷ [[προΐωξις]], Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 154. Πρβλ. [[παλινδίωξις]].
|lstext='''πᾰλίωξις''': ἡ, ([[πάλιν]], ἰωκὴ) ἡ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] [[δίωξις]] τῶν διωκόντων, [[ὅταν]] δηλ. οἱ φεύγοντες ἀναλαμβάνωσι δύναμιν καὶ στρέφωνται κατὰ τῶν διωκόντων καὶ διώκωσιν αὐτούς, [[παλίωξις]] δὲ γένηται ἐκ [[νηῶν]] [ῑ ἐν ἄρσει] Ἰλ. Μ. 71· [[οὕτως]], ἄν τοι [[ἔπειτα]] παλίωξιν παρὰ [[νηῶν]] αἰὲν ἐγὼ τεύξοιμι Ο. 69, πρβλ. 601· ἀντίθετ. τῷ [[προΐωξις]], Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 154. Πρβλ. [[παλινδίωξις]].
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />retour offensif des fuyards.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[ἰώκω]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίωξις Medium diacritics: παλίωξις Low diacritics: παλίωξις Capitals: ΠΑΛΙΩΞΙΣ
Transliteration A: palíōxis Transliteration B: paliōxis Transliteration C: palioksis Beta Code: pali/wcis

English (LSJ)

εως, ἡ, (πάλι, ἰωκή)

   A pursuit in turn, when fugitives rally and turn on their pursuers, π. δὲ γένηται ἐκ νηῶν [ῑ metri gr.] Il.12.71; ἄν τοι ἔπειτα π. παρὰ νηῶν αἰὲν ἐγὼ τεύχοιμι 15.69, cf. 601; opp. προΐωξις, Hes.Sc.154: in late Prose, App.Mith.49.

German (Pape)

[Seite 452] ἡ, das Wiederzurückschlagen, Zurückverfolgen, wenn der fliehende Theil umkehrt und den Verfolger zurückdrängt; εἰ δέ χ' ὑποστρέψωσι, παλίωξις δὲ γένηται ἐκ νηῶν, Il. 12, 71, vgl. 15, 69. 701; Hes. Sc. 154 u. in sp. Prosa.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίωξις: ἡ, (πάλιν, ἰωκὴ) ἡ πρὸς τὰ ὀπίσω δίωξις τῶν διωκόντων, ὅταν δηλ. οἱ φεύγοντες ἀναλαμβάνωσι δύναμιν καὶ στρέφωνται κατὰ τῶν διωκόντων καὶ διώκωσιν αὐτούς, παλίωξις δὲ γένηται ἐκ νηῶν [ῑ ἐν ἄρσει] Ἰλ. Μ. 71· οὕτως, ἄν τοι ἔπειτα παλίωξιν παρὰ νηῶν αἰὲν ἐγὼ τεύξοιμι Ο. 69, πρβλ. 601· ἀντίθετ. τῷ προΐωξις, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 154. Πρβλ. παλινδίωξις.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
retour offensif des fuyards.
Étymologie: πάλιν, ἰώκω.