κατοχή: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατοχή''': ἡ, ([[κατέχω]]), τὸ κατέχειν τινά, [[κράτησις]], συγκράτησις, [[περιορισμός]], τινος ἐν Σούσοισι Ἡρόδ. 5. 35· ἡ κ. τοῦ πνεύματος λύει τὸν λυγμόν, ἡ [[κράτησις]] τῆς ἀναπνοῆς (ὁ Ἀριστοτ. [[κάθεξις]] τοῦ πνεύματος), Ἀλέξ. Ἀφροδ.· ἀνείρξεις καὶ κ., ἄδειαι καὶ ἐμπόδια, Πλούτ. 2. 584Ε. ΙΙ. [[κτῆσις]], Juris C. 2) τὸ κατέχεσθαι ὑπὸ πνεύματός τινος, [[ἔμπνευσις]], Πλουτ. Ἀλέξ. 2· πάντα ἐν τῇ κατ. ἀληθεύουσα ἐφαίνετο Ἀρρ. Ἀν. 4. 13, 5· ἴδε [[κατοκωχή]]. 3) «καταληψία, καταφορὰς βαρείας ἐργάζεται, ἃς ὀνομάζομεν ἀποπληξίας καὶ κάρους καὶ κατοχάς· ἡ δὲ κατοχὴ [[ἀναισθησία]] ψυχῆς [[μετὰ]] πήξεως τοῦ παντὸς σώματος· ὁ δὲ [[κάτοχος]] εἶνε τριῶν εἰδῶν, [[ὑπνώδης]], ἐγρηγορώς, φρενιτικὸς» Γαλην. 10. 314, πρβλ. [[κατάληψις]], [[κάτοχος]] ΙΙΙ. 2.
|lstext='''κατοχή''': ἡ, ([[κατέχω]]), τὸ κατέχειν τινά, [[κράτησις]], συγκράτησις, [[περιορισμός]], τινος ἐν Σούσοισι Ἡρόδ. 5. 35· ἡ κ. τοῦ πνεύματος λύει τὸν λυγμόν, ἡ [[κράτησις]] τῆς ἀναπνοῆς (ὁ Ἀριστοτ. [[κάθεξις]] τοῦ πνεύματος), Ἀλέξ. Ἀφροδ.· ἀνείρξεις καὶ κ., ἄδειαι καὶ ἐμπόδια, Πλούτ. 2. 584Ε. ΙΙ. [[κτῆσις]], Juris C. 2) τὸ κατέχεσθαι ὑπὸ πνεύματός τινος, [[ἔμπνευσις]], Πλουτ. Ἀλέξ. 2· πάντα ἐν τῇ κατ. ἀληθεύουσα ἐφαίνετο Ἀρρ. Ἀν. 4. 13, 5· ἴδε [[κατοκωχή]]. 3) «καταληψία, καταφορὰς βαρείας ἐργάζεται, ἃς ὀνομάζομεν ἀποπληξίας καὶ κάρους καὶ κατοχάς· ἡ δὲ κατοχὴ [[ἀναισθησία]] ψυχῆς [[μετὰ]] πήξεως τοῦ παντὸς σώματος· ὁ δὲ [[κάτοχος]] εἶνε τριῶν εἰδῶν, [[ὑπνώδης]], ἐγρηγορώς, φρενιτικὸς» Γαλην. 10. 314, πρβλ. [[κατάληψις]], [[κάτοχος]] ΙΙΙ. 2.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action de retenir, gén. ; [[αἱ]] κατοχαί empêchements, obstacles;<br /><b>2</b> possession par la divinité ; inspiration, délire divin.<br />'''Étymologie:''' [[κατέχω]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοχή Medium diacritics: κατοχή Low diacritics: κατοχή Capitals: ΚΑΤΟΧΗ
Transliteration A: katochḗ Transliteration B: katochē Transliteration C: katochi Beta Code: katoxh/

English (LSJ)

ἡ, (κατέχω)

   A holding fast, detention, τινὸς ἐν Σούσοισι Hdt.5.35; of detention by the god in the Sarapeum, UPZ5.3, 59.8, al. (ii B.C.), cf. Man. 1.239 (pl.); arrest, PAmh.2.80.9 (iii A.D.), Cod.Just.1.4.22.1; ἡ πρὸς τὸ χρέος κ. PSI4.282.28 (ii A.D.).    2 hindrance, delay, ἀνείρξεις καὶ κ. Plu.2.584e, cf. Vett. Val.43.17.    3 retention, τοῦ πνεύματος holding the breath, Gal.6.161, Alex.Aphr.Pr.1.47; retention of waste products, Gal.8.440.    4 retention in memory, Corn.ND14; μνήμη καὶ κ. Plot.4.3.29: pl., τὰς μνήμας κ. μαθημάτων καὶ αἰσθήσεων εἶναι Id.4.6.1.    5 sequestration of property, ἐν κ. PTeb.143 (ii B.C.), cf. PRyl. 174.23 (ii A.D.), etc.; lien, charge, καθαρὸς ἀπὸ πάσης κ. POxy.483.26 (ii A.D.), etc.    II possession, Sm.Ca.8.11; ἐν κ. ποιεῖσθαι Men. Prot.p.30 D.; = Lat. lonorum possessio, BGU140.24 (ii A.D.); mental grasp, κοινῶν τινων Phld.Rh.1.71 S.    2 possession by a spirit, inspiration, κ. καὶ ἐνθουσιασμοί Plu.Alex.2; πάντα ἐν τῇ κ. ἀληθεύειν Arr. An.4.13.5.    3 catalepsy, Gal.9.189, 10.932; κ. τῶν ἄοθρων stiffness, Asclep. ap. eund.13.967.

German (Pape)

[Seite 1405] ἡ, 1) das Festhalten, Zurückhalten, Her. 5, 35 u. Sp., = κάθεξις. Neben ἄνειρξις im plur., Plut. gen. Socr. 15 M. – 2) das Innehaben, in Besitz Nehmen, Sp. – 3) der Zustand des von einer Gottheit Besessenen, Begeisterung, Verzückung; neben ἐνθουσιασμός Plut. Alex. 2; πάντα ἐν τῇ κατοχῇ ἀληθεύειν, wahr prophezeien, Arr. An. 4, 13, 10. – 4) bei den Aerzten eine Krankheit, Starrsucht, Schlafsucht mit offenen Augen, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κατοχή: ἡ, (κατέχω), τὸ κατέχειν τινά, κράτησις, συγκράτησις, περιορισμός, τινος ἐν Σούσοισι Ἡρόδ. 5. 35· ἡ κ. τοῦ πνεύματος λύει τὸν λυγμόν, ἡ κράτησις τῆς ἀναπνοῆς (ὁ Ἀριστοτ. κάθεξις τοῦ πνεύματος), Ἀλέξ. Ἀφροδ.· ἀνείρξεις καὶ κ., ἄδειαι καὶ ἐμπόδια, Πλούτ. 2. 584Ε. ΙΙ. κτῆσις, Juris C. 2) τὸ κατέχεσθαι ὑπὸ πνεύματός τινος, ἔμπνευσις, Πλουτ. Ἀλέξ. 2· πάντα ἐν τῇ κατ. ἀληθεύουσα ἐφαίνετο Ἀρρ. Ἀν. 4. 13, 5· ἴδε κατοκωχή. 3) «καταληψία, καταφορὰς βαρείας ἐργάζεται, ἃς ὀνομάζομεν ἀποπληξίας καὶ κάρους καὶ κατοχάς· ἡ δὲ κατοχὴ ἀναισθησία ψυχῆς μετὰ πήξεως τοῦ παντὸς σώματος· ὁ δὲ κάτοχος εἶνε τριῶν εἰδῶν, ὑπνώδης, ἐγρηγορώς, φρενιτικὸς» Γαλην. 10. 314, πρβλ. κατάληψις, κάτοχος ΙΙΙ. 2.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action de retenir, gén. ; αἱ κατοχαί empêchements, obstacles;
2 possession par la divinité ; inspiration, délire divin.
Étymologie: κατέχω.