συνεπιτίθημι: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(6_2) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεπιτίθημι''': [[ἐπιτίθημι]] [[προσέτι]], μηδενὸς ἀφαιρεῖν βάρος, συνεπιτιθέναι Πλούτ. 2. 748C. ΙΙ. Μέσ., ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἐπιτίθεμαι, [[ἐπιπίπτω]], [[προσβάλλω]], τῷ Μήδῳ Θουκ. 3. 54, πρβλ. 6. 17· ξ. τινὶ μετά τινος ὁ αὐτ. 1. 23., 6. 10, Πλάτ. Φίληβ. 16Α, ἀπολ., Ξεν. Κύρ. 4. 2, 3. 2) ξ. τῷ ἔργῳ, ἐπιδίδομαι [[ὁμοῦ]] εἰς τὸ [[ἔργον]], Θουκ. 6. 56, πρβλ. Ἰσαῖον 59. 17· 3) μεταχειρίζομαί τι πρὸς ἰδίαν μου ὠφέλειαν, «Θηβαῖοι μὲν γὰρ τῇ Λακεδαιμονίων ἀγνοίᾳ καὶ τῷ τῶν συμμάχων πρὸς αὐτοὺς μίσει συνεπιθέμενοι» Πολύβ. 6. 43, 4· [[οὕτως]], ἐφοβεῖτο δὲ τὸν Ἀχαιὸν μὴ συνεπίθηται τοῖς καιροῖς ὁ αὐτ. 5. 87, 2· τοῖς καιροῖς συνεπιθέμενοι πρότερον ὁ αὐτ. 3. 15, 10. | |lstext='''συνεπιτίθημι''': [[ἐπιτίθημι]] [[προσέτι]], μηδενὸς ἀφαιρεῖν βάρος, συνεπιτιθέναι Πλούτ. 2. 748C. ΙΙ. Μέσ., ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἐπιτίθεμαι, [[ἐπιπίπτω]], [[προσβάλλω]], τῷ Μήδῳ Θουκ. 3. 54, πρβλ. 6. 17· ξ. τινὶ μετά τινος ὁ αὐτ. 1. 23., 6. 10, Πλάτ. Φίληβ. 16Α, ἀπολ., Ξεν. Κύρ. 4. 2, 3. 2) ξ. τῷ ἔργῳ, ἐπιδίδομαι [[ὁμοῦ]] εἰς τὸ [[ἔργον]], Θουκ. 6. 56, πρβλ. Ἰσαῖον 59. 17· 3) μεταχειρίζομαί τι πρὸς ἰδίαν μου ὠφέλειαν, «Θηβαῖοι μὲν γὰρ τῇ Λακεδαιμονίων ἀγνοίᾳ καὶ τῷ τῶν συμμάχων πρὸς αὐτοὺς μίσει συνεπιθέμενοι» Πολύβ. 6. 43, 4· [[οὕτως]], ἐφοβεῖτο δὲ τὸν Ἀχαιὸν μὴ συνεπίθηται τοῖς καιροῖς ὁ αὐτ. 5. 87, 2· τοῖς καιροῖς συνεπιθέμενοι πρότερον ὁ αὐτ. 3. 15, 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ajouter à une charge, augmenter de plus en plus une charge;<br /><i><b>Moy.</b></i> συνεπιτίθεμαι;<br /><b>1</b> se mettre ensemble à : ἔργῳ THC à un travail;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> attaquer ensemble, s’abattre à la fois sur, s’acharner ensemble contre, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιτίθημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
A help in putting on, put on still more, βάρος Plu.2.728c. II Med., join in attacking, τῷ Μήδῳ Th.3.54, cf.6.17; τῷ τῆς τύχης πταίσματι Phld.Vit.p.21J.; μετά τινος Th.1.23, 6.10, Pl.Phlb.16a: abs., X.Cyr. 4.2.3, Is.6.29, Arist.Pol.1311b17, LXXDe.32.27, Act.Ap.24.9. 2 σ. τῷ ἔργῳ fall to the work together, Th.6.56. 3 set upon and use to one's own advantage, σ. τῇ ἀγνοίᾳ, τῷ μίσει τινός, Plb.6.43.4; τοῖς καιροῖς Id.3.15.10, 5.87.2. 4 σ. τισὶ ἁμαρτίαν lay a sin to their charge, LXX Nu.12.11.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιτίθημι: ἐπιτίθημι προσέτι, μηδενὸς ἀφαιρεῖν βάρος, συνεπιτιθέναι Πλούτ. 2. 748C. ΙΙ. Μέσ., ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἐπιτίθεμαι, ἐπιπίπτω, προσβάλλω, τῷ Μήδῳ Θουκ. 3. 54, πρβλ. 6. 17· ξ. τινὶ μετά τινος ὁ αὐτ. 1. 23., 6. 10, Πλάτ. Φίληβ. 16Α, ἀπολ., Ξεν. Κύρ. 4. 2, 3. 2) ξ. τῷ ἔργῳ, ἐπιδίδομαι ὁμοῦ εἰς τὸ ἔργον, Θουκ. 6. 56, πρβλ. Ἰσαῖον 59. 17· 3) μεταχειρίζομαί τι πρὸς ἰδίαν μου ὠφέλειαν, «Θηβαῖοι μὲν γὰρ τῇ Λακεδαιμονίων ἀγνοίᾳ καὶ τῷ τῶν συμμάχων πρὸς αὐτοὺς μίσει συνεπιθέμενοι» Πολύβ. 6. 43, 4· οὕτως, ἐφοβεῖτο δὲ τὸν Ἀχαιὸν μὴ συνεπίθηται τοῖς καιροῖς ὁ αὐτ. 5. 87, 2· τοῖς καιροῖς συνεπιθέμενοι πρότερον ὁ αὐτ. 3. 15, 10.
French (Bailly abrégé)
ajouter à une charge, augmenter de plus en plus une charge;
Moy. συνεπιτίθεμαι;
1 se mettre ensemble à : ἔργῳ THC à un travail;
2 en mauv. part attaquer ensemble, s’abattre à la fois sur, s’acharner ensemble contre, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπιτίθημι.