ἀνισόω: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνῐσόω''': (ἀνά, [[ἰσόω]]), καθιστῶ τι ἴσον, ἐξισῶ, [[φέρω]] εἰς ἰσορροπίαν, Πλάτ. Πολιτικ. 289Ε· ὁ [[σίδηρος]] ἀνισοῖ τοὺς ἀσθενεῖς τοῖς ἰσχυροῖς ἐν τῷ πολέμῳ, καθιστᾷ αὐτοὺς ἰσοδυνάμους, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 65: ― Παθ., [[γίνομαι]] [[ἴσος]] κατά τι, ἀνισωθεὶς πλήθει Ἡρόδ. 7. 103. β) ([[ἄνισος]]) [[κάμνω]] τι [[ἄνισον]], μεταγεν. Βυζ. | |lstext='''ἀνῐσόω''': (ἀνά, [[ἰσόω]]), καθιστῶ τι ἴσον, ἐξισῶ, [[φέρω]] εἰς ἰσορροπίαν, Πλάτ. Πολιτικ. 289Ε· ὁ [[σίδηρος]] ἀνισοῖ τοὺς ἀσθενεῖς τοῖς ἰσχυροῖς ἐν τῷ πολέμῳ, καθιστᾷ αὐτοὺς ἰσοδυνάμους, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 65: ― Παθ., [[γίνομαι]] [[ἴσος]] κατά τι, ἀνισωθεὶς πλήθει Ἡρόδ. 7. 103. β) ([[ἄνισος]]) [[κάμνω]] τι [[ἄνισον]], μεταγεν. Βυζ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>part. ao. Pass.</i> ἀνισωθείς;<br />égaler, égaliser ; <i>Pass.</i> devenir égal.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἰσόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
A equalize, balance, Pl.Plt.289e; ὁ σίδηρος τοὺς ἀσθενεῖς ἀ. τοῖς ἰσχυροῖς puts them on a par with .., X.Cyr.7.5.65; of giving late-comers an equal share of wine, AB80, Hsch. (cf. ἀνίσωμα):— Pass., to be equal in a thing πλήθεϊ ἀνισωθῆναι Hdt.7.103:—Med., make oneself equal, contend with, ζυγαίναις Opp.H.5.37. II make smooth, level, στενωπούς J.BJ5.5.1:—Pass., ibid. B ἄνισος) make unequal, Phlp.in Ph.364.16 (Pass.), Dam.Pr.401 (Pass.), Elias in Cat.200.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῐσόω: (ἀνά, ἰσόω), καθιστῶ τι ἴσον, ἐξισῶ, φέρω εἰς ἰσορροπίαν, Πλάτ. Πολιτικ. 289Ε· ὁ σίδηρος ἀνισοῖ τοὺς ἀσθενεῖς τοῖς ἰσχυροῖς ἐν τῷ πολέμῳ, καθιστᾷ αὐτοὺς ἰσοδυνάμους, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 65: ― Παθ., γίνομαι ἴσος κατά τι, ἀνισωθεὶς πλήθει Ἡρόδ. 7. 103. β) (ἄνισος) κάμνω τι ἄνισον, μεταγεν. Βυζ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
part. ao. Pass. ἀνισωθείς;
égaler, égaliser ; Pass. devenir égal.
Étymologie: ἀνά, ἰσόω.