κατάργυρος: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάργῠρος''': -ον, κεκαλυμμένος, κεκοσμημένος μὲ ἄργυρον, ἀσημωμένος, [[κατάργυρος]] [[ὅλος]] ([[ὅπερ]] ὀλίγῳ πρότερον μιᾷ λέξει εἶπεν), [[ὁλάργυρος]] Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 199D, κ. σκευαὶ τῶν ἵππων 148Β· ὀχήματα κ. Πλούτ. 2. 828Ε˙ κ. καὶ κατάχρυσα ζῷα Διοδ. Ἐκλογ. 607, 68.
|lstext='''κατάργῠρος''': -ον, κεκαλυμμένος, κεκοσμημένος μὲ ἄργυρον, ἀσημωμένος, [[κατάργυρος]] [[ὅλος]] ([[ὅπερ]] ὀλίγῳ πρότερον μιᾷ λέξει εἶπεν), [[ὁλάργυρος]] Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 199D, κ. σκευαὶ τῶν ἵππων 148Β· ὀχήματα κ. Πλούτ. 2. 828Ε˙ κ. καὶ κατάχρυσα ζῷα Διοδ. Ἐκλογ. 607, 68.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />argenté.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἄργυρος]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάργῠρος Medium diacritics: κατάργυρος Low diacritics: κατάργυρος Capitals: ΚΑΤΑΡΓΥΡΟΣ
Transliteration A: katárgyros Transliteration B: katargyros Transliteration C: katargyros Beta Code: kata/rguros

English (LSJ)

ον,

   A covered with silver, silvered, Callix.2, Socr. Rhod.1, J.BJ5.5.3, Plu.2.828e.

German (Pape)

[Seite 1374] mit Silber versehen, versilbert; σκευαί Ath. IV, 148 b; Callixen. ib. V, 199 d u. sonst bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάργῠρος: -ον, κεκαλυμμένος, κεκοσμημένος μὲ ἄργυρον, ἀσημωμένος, κατάργυρος ὅλος (ὅπερ ὀλίγῳ πρότερον μιᾷ λέξει εἶπεν), ὁλάργυρος Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 199D, κ. σκευαὶ τῶν ἵππων 148Β· ὀχήματα κ. Πλούτ. 2. 828Ε˙ κ. καὶ κατάχρυσα ζῷα Διοδ. Ἐκλογ. 607, 68.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
argenté.
Étymologie: κατά, ἄργυρος.