ἐπικρίνω: Difference between revisions
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπικρίνω''': ῑ: μέλλ. -κρῐνῶ, ἀποφασίζω, ὀρίζω, τι Πλάτ. Πολ. 524Ε, Νόμοι 768Α, Διον Ἁλ. 3. 29˙ τι [[περί]] τινος Ψήφισμα παρὰ Δημ. 238. 13, κτλ.˙ ἐπ. τί διαφέρει Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 7, 4˙ τὸ ἐπικρῖνον, ἡ κρίνουσα, ἡ ὁρίζουσα [[δύναμις]], ὁ αὐτ. π. Ἐνυπν. 3, 8: ― [[ἐπιβάλλω]] διὰ δικαστικῆς ἀποφάσεως, θάνατον Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. δ΄, 47). ΙΙ. [[ἐκλέγω]], Διόδ. 1. 75˙ καὶ γένος τὸ ἐξ ἑωυτέου ἀδελφοῖς ἴσον ἐπικρίνειν ἄρρεσι, ἴσον θεωρεῖν, τιμᾶν, Ἱππ. Ὅρκος. | |lstext='''ἐπικρίνω''': ῑ: μέλλ. -κρῐνῶ, ἀποφασίζω, ὀρίζω, τι Πλάτ. Πολ. 524Ε, Νόμοι 768Α, Διον Ἁλ. 3. 29˙ τι [[περί]] τινος Ψήφισμα παρὰ Δημ. 238. 13, κτλ.˙ ἐπ. τί διαφέρει Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 7, 4˙ τὸ ἐπικρῖνον, ἡ κρίνουσα, ἡ ὁρίζουσα [[δύναμις]], ὁ αὐτ. π. Ἐνυπν. 3, 8: ― [[ἐπιβάλλω]] διὰ δικαστικῆς ἀποφάσεως, θάνατον Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. δ΄, 47). ΙΙ. [[ἐκλέγω]], Διόδ. 1. 75˙ καὶ γένος τὸ ἐξ ἑωυτέου ἀδελφοῖς ἴσον ἐπικρίνειν ἄρρεσι, ἴσον θεωρεῖν, τιμᾶν, Ἱππ. Ὅρκος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=décider sur, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κρίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
[κρῑ], fut. -κρῐνῶ (v.infr.):—
A decide, determine, τι Pl.Lg.768a; τὸ πλεῖον καὶ τοὔλαττον D.H.3.29; περί τινος Decr. ap. D.18.38; τοῦ ἐπικρινοῦντος δέοι ἄν Pl.R.524e: c.inf., ἐπέκρινε γενέσθαι τὸ αἴτημα αὐτῶν Ev. Luc.23.24; ἐ. τί διαφέρει what is the difference, Arist.de An.431a20; τὸ ἐπικρῖνον the deciding power, Id.Insomn.461b25; also, principle of selection, rule of life, Epicur.Nat.125G.; adjudge, inflict, θάνατόν τινι LXX 2 Ma.4.47:—Pass., μέχρις ἂν ἐπικριθῇ αὐτῷ ὑπὸ τῶν ἱερέων ἢ ἀποδοῦναι αὐτὸν ἢ εἰσέρχεσθαι until the judges determine whether he shall pay up or enter (without payment), SIG1109.71, cf.PTeb.284.2 (i B.C.). 2. c.acc.pers., judge, τινά Ph.2.380:—Pass., ib.309. II. select, pick out, ἐξ ἑαυτῶν τὸν ἄριστον D.S.1.75; ἐ. τινὰ ἴσον ἀδελφοῖς distinguish, esteem, Hp.Jusj. 2. in Egypt, select by ἐπίκρισις 11 (q.v.), PGen.19 (ii A.D.):—Pass., POxy.39 (i A.D.). 3. consider, πάντα ταῦτα Phld.Oec.p.63J. III. Med., choose for oneself, pick out, βοῦν SIG1025.17 (Cos, iv/iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 953] (s. κρίνω), durch eine Entscheidung zuerkennen, ein Endurtheil fällen, übh. entscheiden, τὴν βουλὴν ἐπικρίνειν αὐτῶν τὴν αἵρεσιν Plat. Legg. VI, 768 a; περί τινος, Dem. 18, 38; τό τε πλεῖον καὶ τὸ ἔλαττον D. Hal. 3, 29; καὶ ἐπιψηφίζειν 7, 38; a. Sp.; τινὶ θάνατον Maccab.; – ἐξ ἑαυτῶν ἄριστον, auswählen, D. Sic. 1, 75.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικρίνω: ῑ: μέλλ. -κρῐνῶ, ἀποφασίζω, ὀρίζω, τι Πλάτ. Πολ. 524Ε, Νόμοι 768Α, Διον Ἁλ. 3. 29˙ τι περί τινος Ψήφισμα παρὰ Δημ. 238. 13, κτλ.˙ ἐπ. τί διαφέρει Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 7, 4˙ τὸ ἐπικρῖνον, ἡ κρίνουσα, ἡ ὁρίζουσα δύναμις, ὁ αὐτ. π. Ἐνυπν. 3, 8: ― ἐπιβάλλω διὰ δικαστικῆς ἀποφάσεως, θάνατον Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. δ΄, 47). ΙΙ. ἐκλέγω, Διόδ. 1. 75˙ καὶ γένος τὸ ἐξ ἑωυτέου ἀδελφοῖς ἴσον ἐπικρίνειν ἄρρεσι, ἴσον θεωρεῖν, τιμᾶν, Ἱππ. Ὅρκος.