πανταχόθεν: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παντᾰχόθεν''': Ἐπίρρ., ἐκ παντὸς τόπου, ἐκ παντὸς μέρους, Λατ. undique, ἐξ Ἀσίης π. Ἡρόδ. 7. 25, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 1007, Πλάτ. Συμπ. 190Ε, κ. ἀλλ.· π. περιέρχεσθαι, ἐξ ὅλων τῶν μερῶν, Ἡρόδ. 8. 80. ΙΙ. ἐκ πάντων τῶν μέρῶν, δηλ. κατὰ πάντα τρόπον, Θουκ. 1. 17, 124, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 25· π. [[βάσκανος]] Δημ. 307. 22. | |lstext='''παντᾰχόθεν''': Ἐπίρρ., ἐκ παντὸς τόπου, ἐκ παντὸς μέρους, Λατ. undique, ἐξ Ἀσίης π. Ἡρόδ. 7. 25, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 1007, Πλάτ. Συμπ. 190Ε, κ. ἀλλ.· π. περιέρχεσθαι, ἐξ ὅλων τῶν μερῶν, Ἡρόδ. 8. 80. ΙΙ. ἐκ πάντων τῶν μέρῶν, δηλ. κατὰ πάντα τρόπον, Θουκ. 1. 17, 124, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 25· π. [[βάσκανος]] Δημ. 307. 22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> de toute part, de tous côtés;<br /><b>2</b> de toute façon.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], -αχόθεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A from all quarters, from every side, ἐκ τῆς Ἀσίης π. Hdt.7.25, cf. Ar.Lys.1007, Pl.Smp.190e, al.; περιέχεσθαι π. on all sides, Hdt.8.80. II from every side, i.e. in every way, π. ἡ Ἑλλὰς κατείχετο μή . . Th.1.17; π. καλῶς ὑπάρχον πολεμεῖν ib.124, cf. X. Mem.2.1.25; π. βάσκανος D. 18.242.
German (Pape)
[Seite 463] von allen Orten her; Ar. Lys. 1007; συνέλκειν π. τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα, Plat. Conv. 190 e; δῆλος, Dem. 31, 10; Sp., wie D. Sic. 14, 103, τὰς πανταχόθεν δυνάμεις ἀθροίσας.
Greek (Liddell-Scott)
παντᾰχόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ παντὸς τόπου, ἐκ παντὸς μέρους, Λατ. undique, ἐξ Ἀσίης π. Ἡρόδ. 7. 25, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 1007, Πλάτ. Συμπ. 190Ε, κ. ἀλλ.· π. περιέρχεσθαι, ἐξ ὅλων τῶν μερῶν, Ἡρόδ. 8. 80. ΙΙ. ἐκ πάντων τῶν μέρῶν, δηλ. κατὰ πάντα τρόπον, Θουκ. 1. 17, 124, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 25· π. βάσκανος Δημ. 307. 22.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de toute part, de tous côtés;
2 de toute façon.
Étymologie: πᾶς, -αχόθεν.