πονηρόφιλος: Difference between revisions

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πονηρόφιλος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους, φίλος τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων, [[πονηρόφιλος]] ἡ τυραννὶς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 12. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 325.
|lstext='''πονηρόφιλος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους, φίλος τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων, [[πονηρόφιλος]] ἡ τυραννὶς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 12. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 325.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />ami des méchants.<br />'''Étymologie:''' [[πονηρός]], [[φίλος]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πονηρόφῐλος Medium diacritics: πονηρόφιλος Low diacritics: πονηρόφιλος Capitals: ΠΟΝΗΡΟΦΙΛΟΣ
Transliteration A: ponēróphilos Transliteration B: ponērophilos Transliteration C: ponirofilos Beta Code: ponhro/filos

English (LSJ)

ον,

   A fond of bad men, π. ἡ τυραννίς Arist.Pol.1314a1.

German (Pape)

[Seite 680] böse od. schlechte Menschen liebend, Arist. pol. 5, 11.

Greek (Liddell-Scott)

πονηρόφιλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους, φίλος τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων, πονηρόφιλος ἡ τυραννὶς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 12. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 325.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ami des méchants.
Étymologie: πονηρός, φίλος.