ἀνάπλοος: Difference between revisions
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάπλοος''': συνῃρ. -πλους, ὁ, ([[ἀναπλέω]]) τὸ ἀναπλέειν, πλέειν ἄνω ἐν ποταμῷ [[ἐναντίον]] τοῦ ῥεύματος, Ἡρόδ. 2. 4. καὶ 8· ὁ ἀν. ἐκ τῆς θαλάττης, ἐπὶ διώρυχος φερούσης ἀπὸ τῆς θαλάσσης εἰς μεσόγαιόν τινα λιμένα, Πλάτ. Κριτί. 115D, πρβλ. 117E· 2) ὁ ἐκ λιμένος εἰς τὸ [[πέλαγος]] [[πλοῦς]], Πολύβ. 1. 53, 13, ἀνάπλουν ποιεῖσθαι = ἀνάγεσθαι, ὁ αὐτὸς 1. 49, 12. ΙΙ. ὁ πρὸς ἐπιστροφὴν [[πλοῦς]], Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 7, 3. | |lstext='''ἀνάπλοος''': συνῃρ. -πλους, ὁ, ([[ἀναπλέω]]) τὸ ἀναπλέειν, πλέειν ἄνω ἐν ποταμῷ [[ἐναντίον]] τοῦ ῥεύματος, Ἡρόδ. 2. 4. καὶ 8· ὁ ἀν. ἐκ τῆς θαλάττης, ἐπὶ διώρυχος φερούσης ἀπὸ τῆς θαλάσσης εἰς μεσόγαιόν τινα λιμένα, Πλάτ. Κριτί. 115D, πρβλ. 117E· 2) ὁ ἐκ λιμένος εἰς τὸ [[πέλαγος]] [[πλοῦς]], Πολύβ. 1. 53, 13, ἀνάπλουν ποιεῖσθαι = ἀνάγεσθαι, ὁ αὐτὸς 1. 49, 12. ΙΙ. ὁ πρὸς ἐπιστροφὴν [[πλοῦς]], Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 7, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όου (ὁ) :<br />navigation en remontant le cours de l’eau.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναπλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
contr. -πλους, ὁ, (ἀναπλέω)
A sailing up-stream, Hdt.2.4 and 8; ὁ ἀ. ἐκ τῆς θαλάττης, of a canal from the sea to an inland harbour, Pl.Criti.115d, cf. 117e. 2 putting out to sea, Plb.1.53.13, etc. II sailing back, return, Thphr.HP4.7.3, cf. Str.1.3.15.
German (Pape)
[Seite 202] zsgz. ἀνάπλους, ὁ, 1) die Fahrt stromaufwärts, Her. 2, 4, 8; Plut. Cat. min. 39. – 2) die Fahrt aus dem Hafen auf die hohe See, Pol. 1, 53 u. öfter; ἀνάπλουν ποιεῖσθαι, = ἀνάγεσθαι, 1, 49; aber Plat. πρὸς ἐκεῖνον ὡς εἰς λιμένα Crit. 115 d, bei dem es auch der Landungsplatz ist, neben λιμήν, 117 e. – 3) die Rückfahrt, Strabo.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπλοος: συνῃρ. -πλους, ὁ, (ἀναπλέω) τὸ ἀναπλέειν, πλέειν ἄνω ἐν ποταμῷ ἐναντίον τοῦ ῥεύματος, Ἡρόδ. 2. 4. καὶ 8· ὁ ἀν. ἐκ τῆς θαλάττης, ἐπὶ διώρυχος φερούσης ἀπὸ τῆς θαλάσσης εἰς μεσόγαιόν τινα λιμένα, Πλάτ. Κριτί. 115D, πρβλ. 117E· 2) ὁ ἐκ λιμένος εἰς τὸ πέλαγος πλοῦς, Πολύβ. 1. 53, 13, ἀνάπλουν ποιεῖσθαι = ἀνάγεσθαι, ὁ αὐτὸς 1. 49, 12. ΙΙ. ὁ πρὸς ἐπιστροφὴν πλοῦς, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 7, 3.
French (Bailly abrégé)
όου (ὁ) :
navigation en remontant le cours de l’eau.
Étymologie: ἀναπλέω.