περικεφάλαιος: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(6_4) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περικεφάλαιος''': -α, -ον, ὁ περὶ τὴν κεφαλήν· [[ὅθεν]], ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περικεφαλαία, ἡ, [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς, [[κράνος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 30, Πολύβ. 3. 71, 4, κτλ.· [[ὡσαύτως]] περικεφάλαιον, τό, ὁ αὐτ. 6. 22, 3. 2) [[νόσος]] τις τῆς κεφαλῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 7. 3) [[μέρος]] τῆς πρῴρας πλοίου, [[Πολυδ]]. Α΄, 86. | |lstext='''περικεφάλαιος''': -α, -ον, ὁ περὶ τὴν κεφαλήν· [[ὅθεν]], ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περικεφαλαία, ἡ, [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς, [[κράνος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 30, Πολύβ. 3. 71, 4, κτλ.· [[ὡσαύτως]] περικεφάλαιον, τό, ὁ αὐτ. 6. 22, 3. 2) [[νόσος]] τις τῆς κεφαλῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 7. 3) [[μέρος]] τῆς πρῴρας πλοίου, [[Πολυδ]]. Α΄, 86. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />qui entoure la tête :<br /><b>I.</b> ἡ περικεφαλαία :<br /><b>1</b> casque;<br /><b>2</b> partie de la quille d’un navire (<i>cf.</i> [[παρεμβολίς]]);<br /><b>II.</b> τὸ περικεφάλαιον casque.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κεφαλή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον,
A round the head : hence, II Subst. περικεφαλαία, ἡ, covering for the head, helmet, cap, Call.Com.1 D., Aen. Tact.24.6, PPetr.3p.328 (iii B. C.), etc.; π. σιδηρᾶ περιηργυρωμένη IG 11(2).161 B77 (Delos, iii B. C.), cf. 22.1478.16, 12(5).647.30 (Ceos), Plb.3.71.4, J.AJ6.9.4, Antyll. ap. Orib.6.36.3. b wig, Hsch. 2 disorder of the oak, Thphr.HP3.8.7. 3 in a ship, = ὁ στόλος ὑπὲρ τὴν στεῖραν, Poll.1.86, cf. Thphr.HP3.13.4. 4 name of a bandage, Sor.Fasc.24.
German (Pape)
[Seite 579] um den Kopf gehend, gebunden, Sp. Davon als subst. ἡ περικεφαλαία, Kopfbedeckung, Helm, Pol. 3, 71, 4 u. öfter, u. a. Sp.; auch τὸ περικεφάλαιον, Pol. 6, 22, 3. Bei Poll. 1, 86 ist ἡ περικεφαλαία ein Theil am Schiffe. – Bei Theophr. ist τὸ περικεφάλαιον eine Kopfkrankheit der Schweine.
Greek (Liddell-Scott)
περικεφάλαιος: -α, -ον, ὁ περὶ τὴν κεφαλήν· ὅθεν, ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περικεφαλαία, ἡ, κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, κράνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 30, Πολύβ. 3. 71, 4, κτλ.· ὡσαύτως περικεφάλαιον, τό, ὁ αὐτ. 6. 22, 3. 2) νόσος τις τῆς κεφαλῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 7. 3) μέρος τῆς πρῴρας πλοίου, Πολυδ. Α΄, 86.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui entoure la tête :
I. ἡ περικεφαλαία :
1 casque;
2 partie de la quille d’un navire (cf. παρεμβολίς);
II. τὸ περικεφάλαιον casque.
Étymologie: περί, κεφαλή.