παλινάγρετος: Difference between revisions
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰλινάγρετος''': -ον, ([[ἀγρέω]]) ὁ [[ὀπίσω]] λαμβανόμενος, ἀνακαλούμενος, [[ἔπος]] οὐ παλινάγρετον, [[ἀμετάκλητος]] [[λόγος]], Ἰλ. Α. 526· π. ἄτη Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 93· [[συχν]]. παρὰ Νόννῳ. ΙΙ. ὁ ἐκ νέου ἀφαιρεθεὶς ἢ καταστραφείς, Νουμήν. παρ’ Εὐσεβίῳ ἐν Εὐαγγ. Προπ. 819Β, πρβλ. 730Α. | |lstext='''πᾰλινάγρετος''': -ον, ([[ἀγρέω]]) ὁ [[ὀπίσω]] λαμβανόμενος, ἀνακαλούμενος, [[ἔπος]] οὐ παλινάγρετον, [[ἀμετάκλητος]] [[λόγος]], Ἰλ. Α. 526· π. ἄτη Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 93· [[συχν]]. παρὰ Νόννῳ. ΙΙ. ὁ ἐκ νέου ἀφαιρεθεὶς ἢ καταστραφείς, Νουμήν. παρ’ Εὐσεβίῳ ἐν Εὐαγγ. Προπ. 819Β, πρβλ. 730Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu’on peut changer, révocable.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[ἀγρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (ἀγρέω)
A to be taken back or recalled, οὐ π. οὐδ' ἀπατηλόν irrevocable, Il.1.526; π. ἀάτη Hes.Sc.93; νεότατα δ' ἔχειν π. οὐκ ἔστι Theoc. 29.28; π. αἰών, ἀρχή, etc., Nonn.D.3.255, 6.175, al.; recoverable, of an element, Numen. ap. Eus.PE15.17. 2 retracting his words, of the philosopher Arcesilaus, Id.ib.14.5.
German (Pape)
[Seite 450] zurückgenommen, zurückzunehmen, ἔπος οὐ παλινάγρετον, ein unwiderrufliches Wort, Il. 1, 526; ἄτη, Hes. Sc. 93; sp. D., wie Nonn. ἀτρέπτου παλινάγρετα νήματα Μοίρης, D. 12, 144, öfter. – Uebh. veränderlich, von einem Menschen, Euseb. praep. ev.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλινάγρετος: -ον, (ἀγρέω) ὁ ὀπίσω λαμβανόμενος, ἀνακαλούμενος, ἔπος οὐ παλινάγρετον, ἀμετάκλητος λόγος, Ἰλ. Α. 526· π. ἄτη Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 93· συχν. παρὰ Νόννῳ. ΙΙ. ὁ ἐκ νέου ἀφαιρεθεὶς ἢ καταστραφείς, Νουμήν. παρ’ Εὐσεβίῳ ἐν Εὐαγγ. Προπ. 819Β, πρβλ. 730Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on peut changer, révocable.
Étymologie: πάλιν, ἀγρέω.