σαρκοφαγέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαρκοφᾰγέω''': ἐσθίω σάρκας, εἶμαι [[σαρκοφάγος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 42, 1, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 14, κ. ἀλλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἐσθίω τὰς σάρκας τινός, ἀνθρώπους Διόδ. 1. 89· σ. τὰς ζῴων σάρκας ὁ αὐτ. 5. 39· σ. [[μέλη]], σπαράττω εἰς τεμάχια, [[κατακόπτω]], Ἀνθ. Π. 5. 151.
|lstext='''σαρκοφᾰγέω''': ἐσθίω σάρκας, εἶμαι [[σαρκοφάγος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 42, 1, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 14, κ. ἀλλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἐσθίω τὰς σάρκας τινός, ἀνθρώπους Διόδ. 1. 89· σ. τὰς ζῴων σάρκας ὁ αὐτ. 5. 39· σ. [[μέλη]], σπαράττω εἰς τεμάχια, [[κατακόπτω]], Ἀνθ. Π. 5. 151.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />manger de la chair, être carnivore.<br />'''Étymologie:''' [[σαρκοφάγος]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκοφᾰγέω Medium diacritics: σαρκοφαγέω Low diacritics: σαρκοφαγέω Capitals: ΣΑΡΚΟΦΑΓΕΩ
Transliteration A: sarkophagéō Transliteration B: sarkophageō Transliteration C: sarkofageo Beta Code: sarkofage/w

English (LSJ)

   A eat flesh, be carnivorous, Arist.HA628b33, PA662b1, al.    II c. acc., eat the flesh of, ἀνθρώπους D.S.1.89; σ. τὰς ζῴων σάρκας Id.5.39; σ. μέλη eat the flesh of my limbs, AP5.150 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 863] Fleisch fressen, Arist. H. A. 8, 2; μέλη, zerreißen, verwunden, Mel. 93 (V, 151), von der Mücke.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοφᾰγέω: ἐσθίω σάρκας, εἶμαι σαρκοφάγος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 42, 1, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 14, κ. ἀλλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἐσθίω τὰς σάρκας τινός, ἀνθρώπους Διόδ. 1. 89· σ. τὰς ζῴων σάρκας ὁ αὐτ. 5. 39· σ. μέλη, σπαράττω εἰς τεμάχια, κατακόπτω, Ἀνθ. Π. 5. 151.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
manger de la chair, être carnivore.
Étymologie: σαρκοφάγος.