Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπείρομαι: Difference between revisions

From LSJ
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπείρομαι''': ἀπαρ. -είρεσθαι Ἡρόδ. 1. 19, 86 κ. ἀλλ.: παρατ. -είρετο 3. 22, κ. ἀλλ.: μέλλ. -ειρήσομαι 1. 67, κ. ἀλλ.· ― ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. μόνον ἐν τῷ μέλλ. ἐπερήσομαι Ἀριστοφ. Λυσ. 98, Πλ. 32, καὶ ἀορ. -ηρόμην, ἀπαρ. -ερέσθαι Σοφ. Ο. Κ. 557, Θουκ., κλ.· ― ἐρωτῶ [[προσέτι]], τοῦτο δὲ ἐπήρετο τῶν παρόντων [[ἕνεκα]] Ξεν. Κυρ. 6. 3, 10. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἐρωτῶ ἐκ νέου [[περί]] τινος πράγματος, ἐπειρησομένους τὸν χῶρον Ἡρόδ. 1. 67., 7. 101, Ἀριστοφ. Λυσ. 98· [[περί]] τινος Ἡρόδ. 1. 158· μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, ἐπ. ὅ τι σιτέεται ὁ βασιλεὺς ὁ αὐτὸς 3. 22· ἐπ. εἰ..., πότερα..., Θουκ. 1. 25, κτλ.· ἀπολ., Ἡρόδ. 4. 161. 2) ἐρωτῶ, ἰδίως τὸν θεόν, ἔδοξε... τὸν θεὸν ἐπείρεσθαι περὶ τῆς νούσου ὁ αὐτὸς 1. 19, Ἀριστοφ. Πλ. 32, Θουκ. 1. 25, κτλ.· ἐρωτῶ τινα [[ὅπως]] με εἴπῃ τι, [[θέλω]] ἐπερέσθαι... τίνα, κτλ., Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 3) ἐρωτῶ ἢ ζητῶ τὴν γνώμην τοῦ δήμου, Πλάτ. Ἀξίοχ. 368D, πρβλ. Δημ. 594. 26. ― Πρβλ. [[ἐπανείρομαι]].
|lstext='''ἐπείρομαι''': ἀπαρ. -είρεσθαι Ἡρόδ. 1. 19, 86 κ. ἀλλ.: παρατ. -είρετο 3. 22, κ. ἀλλ.: μέλλ. -ειρήσομαι 1. 67, κ. ἀλλ.· ― ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. μόνον ἐν τῷ μέλλ. ἐπερήσομαι Ἀριστοφ. Λυσ. 98, Πλ. 32, καὶ ἀορ. -ηρόμην, ἀπαρ. -ερέσθαι Σοφ. Ο. Κ. 557, Θουκ., κλ.· ― ἐρωτῶ [[προσέτι]], τοῦτο δὲ ἐπήρετο τῶν παρόντων [[ἕνεκα]] Ξεν. Κυρ. 6. 3, 10. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἐρωτῶ ἐκ νέου [[περί]] τινος πράγματος, ἐπειρησομένους τὸν χῶρον Ἡρόδ. 1. 67., 7. 101, Ἀριστοφ. Λυσ. 98· [[περί]] τινος Ἡρόδ. 1. 158· μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, ἐπ. ὅ τι σιτέεται ὁ βασιλεὺς ὁ αὐτὸς 3. 22· ἐπ. εἰ..., πότερα..., Θουκ. 1. 25, κτλ.· ἀπολ., Ἡρόδ. 4. 161. 2) ἐρωτῶ, ἰδίως τὸν θεόν, ἔδοξε... τὸν θεὸν ἐπείρεσθαι περὶ τῆς νούσου ὁ αὐτὸς 1. 19, Ἀριστοφ. Πλ. 32, Θουκ. 1. 25, κτλ.· ἐρωτῶ τινα [[ὅπως]] με εἴπῃ τι, [[θέλω]] ἐπερέσθαι... τίνα, κτλ., Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 3) ἐρωτῶ ἢ ζητῶ τὴν γνώμην τοῦ δήμου, Πλάτ. Ἀξίοχ. 368D, πρβλ. Δημ. 594. 26. ― Πρβλ. [[ἐπανείρομαι]].
}}
{{bailly
|btext=v. ἐπέρομαι.
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπείρομαι Medium diacritics: ἐπείρομαι Low diacritics: επείρομαι Capitals: ΕΠΕΙΡΟΜΑΙ
Transliteration A: epeíromai Transliteration B: epeiromai Transliteration C: epeiromai Beta Code: e)pei/romai

English (LSJ)

inf. -είρεσθαι v.l. in Hdt.7.101, al.: impf.

   A -είρετο Id.3.22, al.: fut. -ειρήσομαι Id.1.67, al.: used by Att. only in fut. -ερήσομαι Ar.Lys.98, Pl.32, and aor. -ηρόμην, inf. -ερέσθαι, S.OC557 (prob.), Th.8.29, etc.; Ion. ἐπειρέσθαι Hdt.1.19, al.:—ask besides or again, τοῦτο X.Cyr.6.3.10.    II c. acc. pers., ask or question him besides, τι about a thing, Ar.Lys.98, v.l. in Hdt.7.101; περί τινος Id.1.158; with relat., ἐ. ὅ τι σιτέεται ὁ βασιλεύς Id.3.22; ὅντινα τρόπον Id.4.161.    2 esp. inquire of a god, τὸν θεόν Id.1.19; ἐπήροντο τὸν θεόν, εἰ παραδοῖεν . . Th.1.25; ἐπερησόμενος ᾠχόμην ὡς τὸν θεόν Ar.Pl. 32; ἔπεμπον τὴν ἐς θεὸν ἐπειρησομένους τὸν χῶρον Hdt.1.67; question a person, S. l.c.    3 ask the people for their opinion, τὴν γνώμην Pl.Ax.368d, cf. D.22.5.

German (Pape)

[Seite 911] ion. = ἐπέρομαι, Her. 1, 30.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπείρομαι: ἀπαρ. -είρεσθαι Ἡρόδ. 1. 19, 86 κ. ἀλλ.: παρατ. -είρετο 3. 22, κ. ἀλλ.: μέλλ. -ειρήσομαι 1. 67, κ. ἀλλ.· ― ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. μόνον ἐν τῷ μέλλ. ἐπερήσομαι Ἀριστοφ. Λυσ. 98, Πλ. 32, καὶ ἀορ. -ηρόμην, ἀπαρ. -ερέσθαι Σοφ. Ο. Κ. 557, Θουκ., κλ.· ― ἐρωτῶ προσέτι, τοῦτο δὲ ἐπήρετο τῶν παρόντων ἕνεκα Ξεν. Κυρ. 6. 3, 10. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἐρωτῶ ἐκ νέου περί τινος πράγματος, ἐπειρησομένους τὸν χῶρον Ἡρόδ. 1. 67., 7. 101, Ἀριστοφ. Λυσ. 98· περί τινος Ἡρόδ. 1. 158· μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, ἐπ. ὅ τι σιτέεται ὁ βασιλεὺς ὁ αὐτὸς 3. 22· ἐπ. εἰ..., πότερα..., Θουκ. 1. 25, κτλ.· ἀπολ., Ἡρόδ. 4. 161. 2) ἐρωτῶ, ἰδίως τὸν θεόν, ἔδοξε... τὸν θεὸν ἐπείρεσθαι περὶ τῆς νούσου ὁ αὐτὸς 1. 19, Ἀριστοφ. Πλ. 32, Θουκ. 1. 25, κτλ.· ἐρωτῶ τινα ὅπως με εἴπῃ τι, θέλω ἐπερέσθαι... τίνα, κτλ., Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 3) ἐρωτῶ ἢ ζητῶ τὴν γνώμην τοῦ δήμου, Πλάτ. Ἀξίοχ. 368D, πρβλ. Δημ. 594. 26. ― Πρβλ. ἐπανείρομαι.

French (Bailly abrégé)

v. ἐπέρομαι.