ἐπέρομαι
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
v. ἐπείρομαι.
German (Pape)
[Seite 917] nur aor. ἐπηρόμην, ἐπερέσθαι, fut. ἐπερήσομαι, zu ἐπερωτάω, wieder fragen, Xen. Cyr. 1, 3, 5 u. öfter. Übh. befragen, τινά, Soph. O. C. 563, nach Reisig's Conj.; ἐπερήσομαι Ar. Lys. 98 Plut. 32; Plat. Rep. VII, 523 d; τὴν γνώμην Ax. 368 d; um seine Meinung befragen, um Rat fragen, βασιλέα Thuc. 8, 29; einen Gott, ein Orakel befragen (Her. in der ion. Form ἐπείρομαι), Thuc. 3, 92 u. A.; das Volk, d. i. es abstimmen lassen, Dem. 22, 5.
French (Bailly abrégé)
ion. ἐπείρομαι;
f. ἐπερήσομαι, ao.2 ἐπηρόμην > inf. ἐπερέσθαι;
1 interroger de nouveau;
2 p. ext. interroger : τινά τι, τινα περί τινος qqn sur qch ; particul. interroger un dieu, un oracle.
Étymologie: ἐπί, ἔρομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπέρομαι: ион. ἐπείρομαι (fut. ἐπερήσομαι, aor. 2 ἐπηρόμην)
1 снова спрашивать (τι Xen.);
2 спрашивать (τινά τι Her., Arph. или περί τινος Her.);
3 вопрошать (τὸν θεόν Her., Thuc., Arph.);
4 обращаться с запросом, запрашивать (τὴν γνώμην Plat.; τινα Thuc., Arst.);
5 ставить на голосование (ταῦτ᾽ ἐπήρετο ὁ ἐπιστάτης, διεχειροτόνησεν ὁ δῆμος Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπέρομαι: ἴδε ἐπείρομαι.
Greek Monotonic
ἐπέρομαι: Ιων. -είρομαι· μέλ. -ερήσομαι, αόρ. βʹ -ηρόμην, απαρ. -ερέσθαι·
I. ρωτώ επιπλέον ή ξανά, σε Ξεν.
II. ρωτώ, ανακρίνω κάποιον εκ νέου για κάτι, τον συμβουλεύομαι για, τινά τι, σε Ηρόδ.· ζητώ τη συμβουλή, ρωτώ, θεόν, στον ίδ., σε Θουκ.
Middle Liddell
ionic -είρομαι fut. -ερήσομαι aor2 -ηρόμην inf. -ερέσθαι
I. to ask besides or again, Xen.
II. to question a person besides about a thing, consult him about, τινά τι Hdt.; to enquire of a god, θεόν Hdt., Thuc.