διάτασις: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάτασις''': -εως, ἡ, [[ἔκτασις]], τέντωμα, [[διαστολή]], φρενῶν, πνεύμονος κτλ., Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, κτλ.· τοῦ οἰσοφάγου Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 3. 4· κεφαλῆς διατάσεις καὶ ἰλίγγους Πλάτ. Πολ. 407C. ΙΙ. [[τάσις]], [[ἔντασις]], [[προσπάθεια]], ἐπὶ τῆς φωνῆς, Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 6, Θεόφρ. Ἀποσπ. 9. 32· ἐπὶ ἀθλητῶν καὶ τῶν ὁμοίων, Ἀριστ. Προβλ. 6. 2, Ζ. Π. 3, 4· ὑπὸ τῆς δ. ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 10. 4, 1· [[μετὰ]] δ. Πολύβ. 10. 27, 8. ΙΙ. μεταφ., [[ἔντασις]], [[δύναμις]], ἡ [[εὔνοια]]… οὐκ ἔχει δ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 5, 1.
|lstext='''διάτασις''': -εως, ἡ, [[ἔκτασις]], τέντωμα, [[διαστολή]], φρενῶν, πνεύμονος κτλ., Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, κτλ.· τοῦ οἰσοφάγου Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 3. 4· κεφαλῆς διατάσεις καὶ ἰλίγγους Πλάτ. Πολ. 407C. ΙΙ. [[τάσις]], [[ἔντασις]], [[προσπάθεια]], ἐπὶ τῆς φωνῆς, Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 6, Θεόφρ. Ἀποσπ. 9. 32· ἐπὶ ἀθλητῶν καὶ τῶν ὁμοίων, Ἀριστ. Προβλ. 6. 2, Ζ. Π. 3, 4· ὑπὸ τῆς δ. ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 10. 4, 1· [[μετὰ]] δ. Πολύβ. 10. 27, 8. ΙΙ. μεταφ., [[ἔντασις]], [[δύναμις]], ἡ [[εὔνοια]]… οὐκ ἔχει δ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 5, 1.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />tension (des muscles), effort ; effort <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[διατείνω]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάτᾰσις Medium diacritics: διάτασις Low diacritics: διάτασις Capitals: ΔΙΑΤΑΣΙΣ
Transliteration A: diátasis Transliteration B: diatasis Transliteration C: diatasis Beta Code: dia/tasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A tension, dilatation, ἔχειν δ. to have the power of dilatation, Arist.PA664a33 (v.l.); κεφαλῆς διατάσεις καὶ ἰλίγγους Pl. R.407c (prob.).    2 extension, of a fractured or dislocated limb, Hp.Off.15, cf. Heliod. ap. Orib.49.8.33; σπαρτῶν Alciphr.2.4.    3 stretching across: hence Medic., δ. φρενῶν diaphragm, Hp.VM22; δ. alone, Id.Coac.394; also of vaginal obstruction, Paul.Aeg.6.72.    II tension, exertion, πνεύματος Thphr.Sud.32; of athletes and the like, Arist.Pr.885b23, IA705a18; διατάσεις καὶ κλαυθμοί, of infants, Id.Pol.1336a34: metaph., ἡ εὔνοια . . οὐκ ἔχει δ. Id.EN1166b33; ἐν δ. γενομένης τῆς ψυχῆς Plu.Cor.21; ἡ πρὸς τὸν ἥλιον δ., of plants, Iamb. Protr.21.λή.    2 contention, quarrel, εἰς μεγάλην ἐλθεῖν δ. πρός τινα D.S.38/9.2(s.v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

διάτασις: -εως, ἡ, ἔκτασις, τέντωμα, διαστολή, φρενῶν, πνεύμονος κτλ., Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, κτλ.· τοῦ οἰσοφάγου Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 3. 4· κεφαλῆς διατάσεις καὶ ἰλίγγους Πλάτ. Πολ. 407C. ΙΙ. τάσις, ἔντασις, προσπάθεια, ἐπὶ τῆς φωνῆς, Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 6, Θεόφρ. Ἀποσπ. 9. 32· ἐπὶ ἀθλητῶν καὶ τῶν ὁμοίων, Ἀριστ. Προβλ. 6. 2, Ζ. Π. 3, 4· ὑπὸ τῆς δ. ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 10. 4, 1· μετὰ δ. Πολύβ. 10. 27, 8. ΙΙ. μεταφ., ἔντασις, δύναμις, ἡ εὔνοια… οὐκ ἔχει δ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 5, 1.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
tension (des muscles), effort ; effort en gén.
Étymologie: διατείνω.