διό: Difference between revisions

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διό''': [[σύνδεσμος]], ἀντὶ τοῦ δι’ ὅ, δι’ ὃν λόγον, οὗ [[ἕνεκα]], Λατ. quapropter, quacirca, quare, Πλάτ. Πολ. 358D, κτλ.· διὸ δὴ Θουκ. 2. 21, Πλάτ. Γοργ. 518Α κ. ἀλλ.· διὸ καί, διὸ δὴ καὶ ὁ αὐτ. Φαίδρ. 258Ε, Συμπ. 203C· δι’ [[ὅπερ]] Θουκ. 1. 71, 120., 8. 92, κτλ. ΙΙ. βραδύτερον, = ὅτι, ἐπειδή, [[διότι]], Ἀριστ. Φυτ. 2. 4, 5· πρβλ. [[διότι]].
|lstext='''διό''': [[σύνδεσμος]], ἀντὶ τοῦ δι’ ὅ, δι’ ὃν λόγον, οὗ [[ἕνεκα]], Λατ. quapropter, quacirca, quare, Πλάτ. Πολ. 358D, κτλ.· διὸ δὴ Θουκ. 2. 21, Πλάτ. Γοργ. 518Α κ. ἀλλ.· διὸ καί, διὸ δὴ καὶ ὁ αὐτ. Φαίδρ. 258Ε, Συμπ. 203C· δι’ [[ὅπερ]] Θουκ. 1. 71, 120., 8. 92, κτλ. ΙΙ. βραδύτερον, = ὅτι, ἐπειδή, [[διότι]], Ἀριστ. Φυτ. 2. 4, 5· πρβλ. [[διότι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><i>p.</i> δι’ ὅ;<br />c’est pourquoi, par suite.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], ὅ de [[ὅς]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διό Medium diacritics: διό Low diacritics: διο Capitals: ΔΙΟ
Transliteration A: dió Transliteration B: dio Transliteration C: dio Beta Code: dio/

English (LSJ)

Conj., for δι' ὅ,

   A wherefore, on which account, Pl.R.358d, etc.; διὸ δή Th.2.21, Pl.Cra.412a, al.; διὸ καί, διὸ δὴ καί, Id.Phdr.258e, Smp. 203c; διόπερ Th.1.71, 120, 8.92, etc.

Greek (Liddell-Scott)

διό: σύνδεσμος, ἀντὶ τοῦ δι’ ὅ, δι’ ὃν λόγον, οὗ ἕνεκα, Λατ. quapropter, quacirca, quare, Πλάτ. Πολ. 358D, κτλ.· διὸ δὴ Θουκ. 2. 21, Πλάτ. Γοργ. 518Α κ. ἀλλ.· διὸ καί, διὸ δὴ καὶ ὁ αὐτ. Φαίδρ. 258Ε, Συμπ. 203C· δι’ ὅπερ Θουκ. 1. 71, 120., 8. 92, κτλ. ΙΙ. βραδύτερον, = ὅτι, ἐπειδή, διότι, Ἀριστ. Φυτ. 2. 4, 5· πρβλ. διότι.

French (Bailly abrégé)

adv.
p. δι’ ὅ;
c’est pourquoi, par suite.
Étymologie: διά, ὅ de ὅς.