ἄκομψος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκομψος''': -ον, [[ἀκαλλώπιστος]], [[ἄγροικος]], Ἀρχίλ. 158· ἐγὼ δ’ [[ἄκομψος]], εἶμαι [[ἄγροικος]], [[ἀκαλλώπιστος]] τὴν γλῶσσαν, Εὐρ. Ἱππ. 986· ἄκ. καὶ [[φαῦλος]], Α.Β. 369· πρβλ. Διογ. Λ. 3. 63. - Ἐπίρρ. -ψως, Πλούτ. 2. 4F.
|lstext='''ἄκομψος''': -ον, [[ἀκαλλώπιστος]], [[ἄγροικος]], Ἀρχίλ. 158· ἐγὼ δ’ [[ἄκομψος]], εἶμαι [[ἄγροικος]], [[ἀκαλλώπιστος]] τὴν γλῶσσαν, Εὐρ. Ἱππ. 986· ἄκ. καὶ [[φαῦλος]], Α.Β. 369· πρβλ. Διογ. Λ. 3. 63. - Ἐπίρρ. -ψως, Πλούτ. 2. 4F.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans parure, rude ; inhabile.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κομψός]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκομψος Medium diacritics: ἄκομψος Low diacritics: άκομψος Capitals: ΑΚΟΜΨΟΣ
Transliteration A: ákompsos Transliteration B: akompsos Transliteration C: akompsos Beta Code: a)/komyos

English (LSJ)

ον,

   A unadorned, Archil.158, cf. Jul.Caes.317c; ἐγὼ δ' ἄκομψος 'rude I am in speech', E.Hipp.986, cf. M.Ant.6.30, Chor. in Jahrb.9.176; οὐκ ἄ. Phlp. in Ph.528.19. Adv. -ψως Plu.2.4f.

German (Pape)

[Seite 76] dasselbe, schlicht, Eur. frg. φαῦλον, ἄκ., τὰ μέγιστα ἀγαθά; bei Plut. de puer. ed. 9 ἄκ. εἰς ὄχλον δοῦναι λόγον, ich passe nicht dazu. – Adv. οὐκ ἀκόμ ψως ἀλλὰ πάνυ ἀστείως Plut. a. a. O. 7 med.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκομψος: -ον, ἀκαλλώπιστος, ἄγροικος, Ἀρχίλ. 158· ἐγὼ δ’ ἄκομψος, εἶμαι ἄγροικος, ἀκαλλώπιστος τὴν γλῶσσαν, Εὐρ. Ἱππ. 986· ἄκ. καὶ φαῦλος, Α.Β. 369· πρβλ. Διογ. Λ. 3. 63. - Ἐπίρρ. -ψως, Πλούτ. 2. 4F.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans parure, rude ; inhabile.
Étymologie: ἀ, κομψός.