ἄκμων: Difference between revisions
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄκμων''': -ονος, ὁ, κατ’ ἀρχὰς πιθαν. μετεωρικὸς [[λίθος]], κεραυνὸς (ἴδε ἐν τέλ.), [[χάλκεος]] [[ἄκμων]] [[οὐρανόθεν]] κατιών, Ἡσ. Θ. 722· πρβλ. 724. ΙΙ. ὁ [[ἄκμων]], τὸ ἀμόνι τοῦ σιδηρουργοῦ, Ἰλ. Σ. 476, Ὀδ. Θ. 274, Ἡρόδ. 1. 68: ― μεταφ., πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν, Πινδ. Π. 1. 167· λόγχης ἄκμονες, ὡς ἄκμονες ἱκανοὶ νὰ ὑποφέρωσιν ἀκοντίσματα (ὡς ὁ Σχολ. ὑπολαμβάνει), Αἰσχύλ. Πέρσ. 51· [[οὕτως]] ὑπομένειν πληγὰς [[ἄκμων]], Ἀριστοφῶν ἐν «Ἰατρῷ» 1· Τιρύνθιος [[ἄκμων]], ὅ ἐ. [[Ἡρακλῆς]], Καλλ. εἰς Ἄρτ. 146. 2) κόπανος, γουδοχέρι, «ἄκμονα, ἀλετρίβανον, Κύπριοι», Ἡσύχ. ΙΙΙ. = [[οὐρανός]], καὶ ἀκμονίδαι = οὐρανίδαι, Ἡσύχ., πρβλ. Ἀλκμᾶνα 111 ([[ἔνθα]] ἴδε Bgk). ΙV. [[εἶδος]] ἀετοῦ, Ἡσύχ. V. [[εἶδος]] λύκου, Ὀππ. Κ. 3. 326· (πρὸς ταῖς ἀνωτέρω μνημονευθείσαις σημασίαις πρβλ. Σανσκρ. açmâ ([[λίθος]], μετεωρικὸς [[λίθος]]), açmaras (lapideus), Παλαιο-Σκανδιν. hamarr, Παλαιὰ Ὑψ. Γερμ hamar ([[σφυρίον]], hammer, ἀγγλ.), Λιθουαν. akmú ([[λίθος]]). | |lstext='''ἄκμων''': -ονος, ὁ, κατ’ ἀρχὰς πιθαν. μετεωρικὸς [[λίθος]], κεραυνὸς (ἴδε ἐν τέλ.), [[χάλκεος]] [[ἄκμων]] [[οὐρανόθεν]] κατιών, Ἡσ. Θ. 722· πρβλ. 724. ΙΙ. ὁ [[ἄκμων]], τὸ ἀμόνι τοῦ σιδηρουργοῦ, Ἰλ. Σ. 476, Ὀδ. Θ. 274, Ἡρόδ. 1. 68: ― μεταφ., πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν, Πινδ. Π. 1. 167· λόγχης ἄκμονες, ὡς ἄκμονες ἱκανοὶ νὰ ὑποφέρωσιν ἀκοντίσματα (ὡς ὁ Σχολ. ὑπολαμβάνει), Αἰσχύλ. Πέρσ. 51· [[οὕτως]] ὑπομένειν πληγὰς [[ἄκμων]], Ἀριστοφῶν ἐν «Ἰατρῷ» 1· Τιρύνθιος [[ἄκμων]], ὅ ἐ. [[Ἡρακλῆς]], Καλλ. εἰς Ἄρτ. 146. 2) κόπανος, γουδοχέρι, «ἄκμονα, ἀλετρίβανον, Κύπριοι», Ἡσύχ. ΙΙΙ. = [[οὐρανός]], καὶ ἀκμονίδαι = οὐρανίδαι, Ἡσύχ., πρβλ. Ἀλκμᾶνα 111 ([[ἔνθα]] ἴδε Bgk). ΙV. [[εἶδος]] ἀετοῦ, Ἡσύχ. V. [[εἶδος]] λύκου, Ὀππ. Κ. 3. 326· (πρὸς ταῖς ἀνωτέρω μνημονευθείσαις σημασίαις πρβλ. Σανσκρ. açmâ ([[λίθος]], μετεωρικὸς [[λίθος]]), açmaras (lapideus), Παλαιο-Σκανδιν. hamarr, Παλαιὰ Ὑψ. Γερμ hamar ([[σφυρίον]], hammer, ἀγγλ.), Λιθουαν. akmú ([[λίθος]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ονος (ὁ) :<br />météorite, éclair.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἄκμων]]².<br /><span class="bld">2</span>ονος (ὁ) :<br />enclume.<br />'''Étymologie:''' DELG vieux nom de la pierre ; cf. <i>skr.</i> áśman, av. asman, <i>lit.</i> akmuo.<br /><span class="bld">3</span>ονος (ὁ, ἡ)<br />infatigable : λόγχης ἄκμονες ESCHL infatigables à lancer la javeline.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κάμνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ονος, ὁ, orig. prob.
A meteoric stone, thunderbolt (v. sub fin.), χάλκεος ἄ. οὐρανόθεν κατιών Hes.Th.722, cf. 724. II anvil, Il.18.476, Od.8.274, Hdt.1.68: metaph., πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν Pi.P.1.86; λόγχης ἄκμονες very anvils to bear blows (cf. Sch. ad loc.), A.Pers.51; ὑπομένειν πληγὰς ἄκμων Aristopho 4; Τιρύνθιος ἄ., i. e. Hercules, Call.Dian.146 (expl. by Sch. ὁ μὴ καμὼν ἐπὶ τοῖς ἄθλοις). 2 pestle (Cyprian), Hsch. 3 head of a batteringram, Apollod.Poliorc.161.4. III kind of eagle, Hsch. IV kind of wolf, Opp.C.3.326. V Pythag., = 6, Theol.Ar.37. (Cf. Skt.áśman- `sling-stone', etc.)
German (Pape)
[Seite 75] ον, (κάμνω), unermüdlich, λόγχης, nicht mit dem Speer zu ermüden, Aesch. Pers. 51, wo andere erkl. Ambos gegen den Speerwurf; Callim. Dian. 146. ονος, ὁ (καμεῖν? α priv. oder intens.?), 1) der Ambos, Hom. viermal, Od. 3, 434. 8, 274 Iliad. 18, 476. 15, 19; – Her. 1, 68; Pind. P. 1, 86; Sp. – 2) eine Wolfsart, Opp. C. 3, 326.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκμων: -ονος, ὁ, κατ’ ἀρχὰς πιθαν. μετεωρικὸς λίθος, κεραυνὸς (ἴδε ἐν τέλ.), χάλκεος ἄκμων οὐρανόθεν κατιών, Ἡσ. Θ. 722· πρβλ. 724. ΙΙ. ὁ ἄκμων, τὸ ἀμόνι τοῦ σιδηρουργοῦ, Ἰλ. Σ. 476, Ὀδ. Θ. 274, Ἡρόδ. 1. 68: ― μεταφ., πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν, Πινδ. Π. 1. 167· λόγχης ἄκμονες, ὡς ἄκμονες ἱκανοὶ νὰ ὑποφέρωσιν ἀκοντίσματα (ὡς ὁ Σχολ. ὑπολαμβάνει), Αἰσχύλ. Πέρσ. 51· οὕτως ὑπομένειν πληγὰς ἄκμων, Ἀριστοφῶν ἐν «Ἰατρῷ» 1· Τιρύνθιος ἄκμων, ὅ ἐ. Ἡρακλῆς, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 146. 2) κόπανος, γουδοχέρι, «ἄκμονα, ἀλετρίβανον, Κύπριοι», Ἡσύχ. ΙΙΙ. = οὐρανός, καὶ ἀκμονίδαι = οὐρανίδαι, Ἡσύχ., πρβλ. Ἀλκμᾶνα 111 (ἔνθα ἴδε Bgk). ΙV. εἶδος ἀετοῦ, Ἡσύχ. V. εἶδος λύκου, Ὀππ. Κ. 3. 326· (πρὸς ταῖς ἀνωτέρω μνημονευθείσαις σημασίαις πρβλ. Σανσκρ. açmâ (λίθος, μετεωρικὸς λίθος), açmaras (lapideus), Παλαιο-Σκανδιν. hamarr, Παλαιὰ Ὑψ. Γερμ hamar (σφυρίον, hammer, ἀγγλ.), Λιθουαν. akmú (λίθος).
French (Bailly abrégé)
1ονος (ὁ) :
météorite, éclair.
Étymologie: cf. ἄκμων².
2ονος (ὁ) :
enclume.
Étymologie: DELG vieux nom de la pierre ; cf. skr. áśman, av. asman, lit. akmuo.
3ονος (ὁ, ἡ)
infatigable : λόγχης ἄκμονες ESCHL infatigables à lancer la javeline.
Étymologie: ἀ, κάμνω.