αἰσχρουργία: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰσχρουργία''': ἡ, συνηρ. [[ἀντί]] τοῦ αἰσχροεργία, [[ἀναίσχυντος]] [[διαγωγή]], Εὐρ. Βάκχ. 1066· πληθ. Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 14, 12. ΙΙ. [[ἀκολασία]], τὸ πράττειν τὰ αἰσχρά, Αἰσχίν. 41. 13.
|lstext='''αἰσχρουργία''': ἡ, συνηρ. [[ἀντί]] τοῦ αἰσχροεργία, [[ἀναίσχυντος]] [[διαγωγή]], Εὐρ. Βάκχ. 1066· πληθ. Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 14, 12. ΙΙ. [[ἀκολασία]], τὸ πράττειν τὰ αἰσχρά, Αἰσχίν. 41. 13.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action honteuse.<br />'''Étymologie:''' [[αἰσχρός]], [[ἔργον]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχρουργία Medium diacritics: αἰσχρουργία Low diacritics: αισχρουργία Capitals: ΑΙΣΧΡΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: aischrourgía Transliteration B: aischrourgia Transliteration C: aischrourgia Beta Code: ai)sxrourgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A shameless conduct, E.Ba.1062: pl., D.Chr.4.102.    II obscenity, Aeschin.2.99, cf. Plu.2.1044b.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχρουργία: ἡ, συνηρ. ἀντί τοῦ αἰσχροεργία, ἀναίσχυντος διαγωγή, Εὐρ. Βάκχ. 1066· πληθ. Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 14, 12. ΙΙ. ἀκολασία, τὸ πράττειν τὰ αἰσχρά, Αἰσχίν. 41. 13.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action honteuse.
Étymologie: αἰσχρός, ἔργον.