ἄμεσος: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄμεσος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] μεσολαβήσεως ἑτέρου· ἄμεσα καὶ ἀναπόδεικτα, ἐπὶ προτάσεων ἃς δὲν δύναταί τις νὰ ἀποδείξῃ διὰ συλλογισμῶν τῇ χρήσει τοῦ μέσου ὅρου, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότερα 2. 23, 4., 1. 3, 2, κτλ. Ἐπίρρ. ἀμέσως = [[ἄνευ]] τῆς μεσολαβήσεως πράγματός τινος, [[εὐθύς]], Συλλ. Ἐπιγρ. 9539, Ὀλυμπιόδ. | |lstext='''ἄμεσος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] μεσολαβήσεως ἑτέρου· ἄμεσα καὶ ἀναπόδεικτα, ἐπὶ προτάσεων ἃς δὲν δύναταί τις νὰ ἀποδείξῃ διὰ συλλογισμῶν τῇ χρήσει τοῦ μέσου ὅρου, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότερα 2. 23, 4., 1. 3, 2, κτλ. Ἐπίρρ. ἀμέσως = [[ἄνευ]] τῆς μεσολαβήσεως πράγματός τινος, [[εὐθύς]], Συλλ. Ἐπιγρ. 9539, Ὀλυμπιόδ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />immédiat.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μέσος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A immediate: ἄμεσα καὶ ἀναπόδεικτα, of propositions that cannot be proved syllogistically by means of a middle term, Arist.APr. 68b30, APo.72b19, etc.; τὰ ἄ. τῶν ἐναντίων direct opposites, Plot.6.3.20. Adv. ἀμέσως immediately, Olymp. in Phlb.p.256 S., Alex.Aphr. in Metaph.162.19, Procl.Inst.30, dub. in Phld. Herc.1251.3. ἀμεσότης, τητος, ἡ, immediacy, Eustr.in APo.176.4. ἀμέσω· ὠμοπλάται, Hsch. (cf. Lat. umerus, Goth. ams-).
German (Pape)
[Seite 122] ohne etwas mittleres, τὰ ἄμ., in der Dialektik, die unvermittelten Gegensätze, Arist. Anal. pr. 2. 23; Luc. hist. conscr. 32. – Adv. -σως, unmittelbar, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμεσος: -ον, ὁ ἄνευ μεσολαβήσεως ἑτέρου· ἄμεσα καὶ ἀναπόδεικτα, ἐπὶ προτάσεων ἃς δὲν δύναταί τις νὰ ἀποδείξῃ διὰ συλλογισμῶν τῇ χρήσει τοῦ μέσου ὅρου, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότερα 2. 23, 4., 1. 3, 2, κτλ. Ἐπίρρ. ἀμέσως = ἄνευ τῆς μεσολαβήσεως πράγματός τινος, εὐθύς, Συλλ. Ἐπιγρ. 9539, Ὀλυμπιόδ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
immédiat.
Étymologie: ἀ, μέσος.