ἀμάραντος: Difference between revisions
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμάραντος''': [ᾰμᾰ], ον, ([[μαραίνω]]) ὁ μὴ μαραινόμενος, μὴ φθειρόμενος, [[σοφία]] Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ϛ΄, 12): [[κληρονομία]] Ἐπιστολ. Πέτρ. Α΄, α΄, 4, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2942C, Λουκ. Περὶ τοῦ Οἴκου 9, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀμ., ὁ, = [[ἄνθος]] [[οὐδέποτε]] μαραινόμενον, [[ἀμάραντος]], Διοσκ. 4. 57, Συλλ. Ἐπιγρ. 5759Ε, 3, [[Πολυδ]]. 1. 229. | |lstext='''ἀμάραντος''': [ᾰμᾰ], ον, ([[μαραίνω]]) ὁ μὴ μαραινόμενος, μὴ φθειρόμενος, [[σοφία]] Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ϛ΄, 12): [[κληρονομία]] Ἐπιστολ. Πέτρ. Α΄, α΄, 4, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2942C, Λουκ. Περὶ τοῦ Οἴκου 9, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀμ., ὁ, = [[ἄνθος]] [[οὐδέποτε]] μαραινόμενον, [[ἀμάραντος]], Διοσκ. 4. 57, Συλλ. Ἐπιγρ. 5759Ε, 3, [[Πολυδ]]. 1. 229. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne se flétrit pas;<br /><b>2</b> ὁ [[ἀμάραντος]] amarante <i>ou</i> immortelle, <i>plantes</i>.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μαραίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰμᾰ], ον, (μαραίνω)
A unfading, λειμών Luc.Dom.9: metaph., σοφία LXX Wi.6.12; κληρονομία 1 Ep.Pet.1.4, cf. CIG2942c (Tralles); πνεῦμα prob. in IPE2.286 (Panticapaeum): neut. pl. as Adv., Philostr.Im.1.9. II Subst. ἀμάραντον, τό (but in Lat. amarantus), never-fading flower, IG14.607e (Carales), Poll.1.229; = ἑλίχρυσον, Dsc.4.57; = κενταύρειον μικρόν, Ps.-Dsc.3.7; = χρυσοκόμη. Id.4.55.
German (Pape)
[Seite 116] unverwelklich, N. T., daher eine nicht welkende Blume, Amarante.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμάραντος: [ᾰμᾰ], ον, (μαραίνω) ὁ μὴ μαραινόμενος, μὴ φθειρόμενος, σοφία Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ϛ΄, 12): κληρονομία Ἐπιστολ. Πέτρ. Α΄, α΄, 4, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2942C, Λουκ. Περὶ τοῦ Οἴκου 9, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀμ., ὁ, = ἄνθος οὐδέποτε μαραινόμενον, ἀμάραντος, Διοσκ. 4. 57, Συλλ. Ἐπιγρ. 5759Ε, 3, Πολυδ. 1. 229.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne se flétrit pas;
2 ὁ ἀμάραντος amarante ou immortelle, plantes.
Étymologie: ἀ, μαραίνω.