ἀμιχθαλόεις: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμιχθαλόεις''': εσσα, εν, ([[μίγνυμι]], μιχθῆναι) ἐπίθετ. τῆς Λήμνου ἐν Ἰλ. Ω. 753, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 36, [[ἀπροσπέλαστος]], [[ἀπρόσιτος]], [[ἄξενος]] ὡς τὸ [[ἄμικτος]] ΙΙΙ, τῆς ὁποῖας λέξεως φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] [[ἕτερος]] [[τύπος]] ἐκτεταμένος· ἄλλοι [[ἐσφαλμένως]] ἑρμηνεύουσιν αὐτὴν ὁμιχλώδης.
|lstext='''ἀμιχθαλόεις''': εσσα, εν, ([[μίγνυμι]], μιχθῆναι) ἐπίθετ. τῆς Λήμνου ἐν Ἰλ. Ω. 753, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 36, [[ἀπροσπέλαστος]], [[ἀπρόσιτος]], [[ἄξενος]] ὡς τὸ [[ἄμικτος]] ΙΙΙ, τῆς ὁποῖας λέξεως φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] [[ἕτερος]] [[τύπος]] ἐκτεταμένος· ἄλλοι [[ἐσφαλμένως]] ἑρμηνεύουσιν αὐτὴν ὁμιχλώδης.
}}
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br />obscurci par la fumée ; <i>sel. d’autres</i> sans communication, inabordable ; inhospitalier.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μίγνυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμιχθαλόεις Medium diacritics: ἀμιχθαλόεις Low diacritics: αμιχθαλόεις Capitals: ΑΜΙΧΘΑΛΟΕΙΣ
Transliteration A: amichthalóeis Transliteration B: amichthaloeis Transliteration C: amichthaloeis Beta Code: a)mixqalo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A = ἄμικτος 111, inhospitable, epith. of Lemnos in Il.24.753, h.Ap.36: otherwise expl. as smoky, from the volcano Mosychlos, cf. ὁμίχλη. (Cypr. acc. to Sch. Il. l.c.)

Greek (Liddell-Scott)

ἀμιχθαλόεις: εσσα, εν, (μίγνυμι, μιχθῆναι) ἐπίθετ. τῆς Λήμνου ἐν Ἰλ. Ω. 753, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 36, ἀπροσπέλαστος, ἀπρόσιτος, ἄξενος ὡς τὸ ἄμικτος ΙΙΙ, τῆς ὁποῖας λέξεως φαίνεται ὅτι εἶναι ἕτερος τύπος ἐκτεταμένος· ἄλλοι ἐσφαλμένως ἑρμηνεύουσιν αὐτὴν ὁμιχλώδης.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
obscurci par la fumée ; sel. d’autres sans communication, inabordable ; inhospitalier.
Étymologie: ἀ, μίγνυμι.