ἀνακαινίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνακαινίζω''': ἀνανεώνω, τὸν πόλεμον Πλουτ. Μάρκελλ. 6, πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 37: ― Παθ., τῆς ἔχθρας ἀνακεκαινισμένης Ἰσοκρ. 141D. | |lstext='''ἀνακαινίζω''': ἀνανεώνω, τὸν πόλεμον Πλουτ. Μάρκελλ. 6, πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 37: ― Παθ., τῆς ἔχθρας ἀνακεκαινισμένης Ἰσοκρ. 141D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=renouveler.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[καινίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
A renew, τὸν πόλεμον Plu.Marc.6, cf. App.Mith.37: οἶκον Hsch.Mil.4.33; revive legend, Str.2.1.9: metaph., ἀ. εἰς μετάνοιαν Ep.Hebr.6.6:—Pass., τῆς ἔχθρας ἀνακεκαινισμένης Isoc.7.8; ὑποθέσεις Just.Nov.111.1.
German (Pape)
[Seite 190] erneuern, ἔχθρα ἀνακεκαινισμένη Isocr. 7, 8; πόλεμον Plut. Marcell. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακαινίζω: ἀνανεώνω, τὸν πόλεμον Πλουτ. Μάρκελλ. 6, πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 37: ― Παθ., τῆς ἔχθρας ἀνακεκαινισμένης Ἰσοκρ. 141D.