ἀμφιστρατάομαι: Difference between revisions
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφιστρᾰτάομαι''': ἀποθ. περικυκλώνω διὰ στρατοῦ, πολιορκῶ, Ἐπ. πρκμ. ἀμφεστρατόωντο πόλιν Ἰλ. Λ. 713. | |lstext='''ἀμφιστρᾰτάομαι''': ἀποθ. περικυκλώνω διὰ στρατοῦ, πολιορκῶ, Ἐπ. πρκμ. ἀμφεστρατόωντο πόλιν Ἰλ. Λ. 713. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br /><i>impf. 3ᵉ pl. épq.</i> ἀμφεστρατόωντο;<br />entourer de troupes, assiéger.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[στρατός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
Dep.,
A beleaguer, besiege, Ep. impf. ἀμφεστρατόωντο πόλιν Il.11.713.
German (Pape)
[Seite 144] umlagern, πόλιν Il. 11, 713.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιστρᾰτάομαι: ἀποθ. περικυκλώνω διὰ στρατοῦ, πολιορκῶ, Ἐπ. πρκμ. ἀμφεστρατόωντο πόλιν Ἰλ. Λ. 713.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
impf. 3ᵉ pl. épq. ἀμφεστρατόωντο;
entourer de troupes, assiéger.
Étymologie: ἀμφί, στρατός.