ἀνδρακάς: Difference between revisions
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνδρᾰκάς''': ἐπίρρ. ([[ἀνήρ]]), = κατ’ ἄνδρα, Λατ. viritim, ἀλλ’ ἄγε οἱ δῶμεν τρίποδα μέγαν ... ἀνδρακὰς Ὀδ. Ν. 14, Κρατῖν, ἐν «Βουκόλοις» 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 151E· ἀνδρακὰς καθήμενος, χωριστά, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1595 (ἀλλ. ὁ Ἕρμαν. γράφει: ἀνδρακὰς καθημένοις ἄσημα ...). - «κατ’ ἄνδρα ἕνα ἕκαστον ἐπιρρηματικῶς· ὡς εἰπεῖν καθ’ ἕνα, ἢ κατ’ ἄνδρα» Ἡσύχ. | |lstext='''ἀνδρᾰκάς''': ἐπίρρ. ([[ἀνήρ]]), = κατ’ ἄνδρα, Λατ. viritim, ἀλλ’ ἄγε οἱ δῶμεν τρίποδα μέγαν ... ἀνδρακὰς Ὀδ. Ν. 14, Κρατῖν, ἐν «Βουκόλοις» 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 151E· ἀνδρακὰς καθήμενος, χωριστά, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1595 (ἀλλ. ὁ Ἕρμαν. γράφει: ἀνδρακὰς καθημένοις ἄσημα ...). - «κατ’ ἄνδρα ἕνα ἕκαστον ἐπιρρηματικῶς· ὡς εἰπεῖν καθ’ ἕνα, ἢ κατ’ ἄνδρα» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span><i>adv.</i><br />par homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), Adv.
A man by man, Od.13.14, Cratin.19, cf. Plu.2.151e; ἀ. καθήμενος apart, A. Ag.1595, cf. Hsch. (-κάς perh. cognate with Skt. -śás in dviśás 'two by two', etc.)
ἀνδρ-ᾰκάς (B), άδος, ἡ,
A a man's portion, Nic.Th. 643.
German (Pape)
[Seite 216] ἡ, ἰσήρης, gleicher Antheil jedes Mannes, Nic. Th. 642. Mann für Mann, δοῦναί τι, Od. 13, 14, vgl. die Scholl. u. Apollon. lex. Hom.; Aesch. Ag. 1572. So viel als χωρίς, einzeln, Cratin. B. A. 384, cf. Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρᾰκάς: ἐπίρρ. (ἀνήρ), = κατ’ ἄνδρα, Λατ. viritim, ἀλλ’ ἄγε οἱ δῶμεν τρίποδα μέγαν ... ἀνδρακὰς Ὀδ. Ν. 14, Κρατῖν, ἐν «Βουκόλοις» 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 151E· ἀνδρακὰς καθήμενος, χωριστά, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1595 (ἀλλ. ὁ Ἕρμαν. γράφει: ἀνδρακὰς καθημένοις ἄσημα ...). - «κατ’ ἄνδρα ἕνα ἕκαστον ἐπιρρηματικῶς· ὡς εἰπεῖν καθ’ ἕνα, ἢ κατ’ ἄνδρα» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
1adv.
par homme.
Étymologie: ἀνήρ.