ἀνδροβρώς: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνδροβρώς''': -ῶτος, ὁ, ἡ, ([[βιβρώσκω]]) = [[ἀνδροβόρος]], γνάθος Εὐρ. Κύκλ. 93· χαρμοναὶ ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 385· πρβλ. [[ὠμοφάγος]].
|lstext='''ἀνδροβρώς''': -ῶτος, ὁ, ἡ, ([[βιβρώσκω]]) = [[ἀνδροβόρος]], γνάθος Εὐρ. Κύκλ. 93· χαρμοναὶ ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 385· πρβλ. [[ὠμοφάγος]].
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἀνδροβόρος]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδροβρώς Medium diacritics: ἀνδροβρώς Low diacritics: ανδροβρώς Capitals: ΑΝΔΡΟΒΡΩΣ
Transliteration A: androbrṓs Transliteration B: androbrōs Transliteration C: androvros Beta Code: a)ndrobrw/s

English (LSJ)

ῶτος, ὁ, ἡ,

   A man-eating, cannibal, γνάθος E.Cyc.93; χαρμοναί Id.HF384; ἡδοναί Fr.537.

German (Pape)

[Seite 218] ῶτος, menschenfressend, γνάθος Eur. Cycl. 93; χαρμοναί Herc. Fur. 385, wie Dosiad. ara 2 (XV, 26), von Diomedes, der den Kopf des Melanippus aufgegessen haben soll.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδροβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ, (βιβρώσκω) = ἀνδροβόρος, γνάθος Εὐρ. Κύκλ. 93· χαρμοναὶ ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 385· πρβλ. ὠμοφάγος.

French (Bailly abrégé)

c. ἀνδροβόρος.