ἀνέφελος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνέφελος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] νεφελῶν, [[αἴθρη]] Ὀδ. Ζ. 45˙ ἀὴρ Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 4˙ νὺξ Πλουτ. Ἄρατ. 21, κτλ.: μεταφ., ὁ μὴ καλυπτόμενος, [[φανερός]], κακὸν Σοφ. Ἠλ. 1246. Τινὲς ἀναγινώσκουσιν ἀννέφ- ὡς Ἐπ. τύπ. ἐν Ὁμ., ἔνθ’ ἀνωτ., Ἄρατ. 415, κτλ. Ὁ Εὐστ. 945. 4, ἔχει καὶ τὸν τύπον ἀνεφής, ές.
|lstext='''ἀνέφελος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] νεφελῶν, [[αἴθρη]] Ὀδ. Ζ. 45˙ ἀὴρ Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 4˙ νὺξ Πλουτ. Ἄρατ. 21, κτλ.: μεταφ., ὁ μὴ καλυπτόμενος, [[φανερός]], κακὸν Σοφ. Ἠλ. 1246. Τινὲς ἀναγινώσκουσιν ἀννέφ- ὡς Ἐπ. τύπ. ἐν Ὁμ., ἔνθ’ ἀνωτ., Ἄρατ. 415, κτλ. Ὁ Εὐστ. 945. 4, ἔχει καὶ τὸν τύπον ἀνεφής, ές.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans nuage, serein;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> non voilé, qui ne peut être voilé, éclatant.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[νεφέλη]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέφελος Medium diacritics: ἀνέφελος Low diacritics: ανέφελος Capitals: ΑΝΕΦΕΛΟΣ
Transliteration A: anéphelos Transliteration B: anephelos Transliteration C: anefelos Beta Code: a)ne/felos

English (LSJ)

ον,

   A unclouded, cloudless, αἴθήρ Od.6.45; ἀήρ Arist.Mu. 394a23; νύξ Plu.Arat.21, etc.: metaph., not to be veiled or hidden, κακόν S.El.1246 (lyr.). (ἀνν. is v.l. in Arat.415, etc.; Eust.945.4 has also the form ἀνεφής, ές.)

German (Pape)

[Seite 227] unbewölkt, wolkenleer, αἴθρη Od. 6, 45; übertr., unverhüllt, offen, κακόν Soph. El. 1258; νύξ Plut. Arat. 21. [Ep. α].

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέφελος: -ον, ὁ ἄνευ νεφελῶν, αἴθρη Ὀδ. Ζ. 45˙ ἀὴρ Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 4˙ νὺξ Πλουτ. Ἄρατ. 21, κτλ.: μεταφ., ὁ μὴ καλυπτόμενος, φανερός, κακὸν Σοφ. Ἠλ. 1246. Τινὲς ἀναγινώσκουσιν ἀννέφ- ὡς Ἐπ. τύπ. ἐν Ὁμ., ἔνθ’ ἀνωτ., Ἄρατ. 415, κτλ. Ὁ Εὐστ. 945. 4, ἔχει καὶ τὸν τύπον ἀνεφής, ές.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans nuage, serein;
2 fig. non voilé, qui ne peut être voilé, éclatant.
Étymologie: ἀ, νεφέλη.