ἀνίκανος: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνίκᾰνος''': [ῐ], -ον, ὁ μὴ [[ἀρκετός]], ὁ μὴ [[ἱκανός]], ὡς καὶ νῦν, Βαβρ. 92, ἐν τέλ., Ἡλιόδ. 2. 30. 2) ὁ μηδὲν εὑρίσκων ἱκανόν, [[ἀκόρεστος]], «ᾧ οὐδέν ἐστιν ἱκανόν, ὁ [[μηδέποτε]] λέγων [[ἅλις]]» (Σημ. Κοραῆ σ. 408 εἰς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 106). ― Ἐπίρρ. -νως, Κύριλλ. Ἀλ. καὶ ἄλλ.
|lstext='''ἀνίκᾰνος''': [ῐ], -ον, ὁ μὴ [[ἀρκετός]], ὁ μὴ [[ἱκανός]], ὡς καὶ νῦν, Βαβρ. 92, ἐν τέλ., Ἡλιόδ. 2. 30. 2) ὁ μηδὲν εὑρίσκων ἱκανόν, [[ἀκόρεστος]], «ᾧ οὐδέν ἐστιν ἱκανόν, ὁ [[μηδέποτε]] λέγων [[ἅλις]]» (Σημ. Κοραῆ σ. 408 εἰς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 106). ― Ἐπίρρ. -νως, Κύριλλ. Ἀλ. καὶ ἄλλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />insuffisant, incapable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἱκανός]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνίκᾰνος Medium diacritics: ἀνίκανος Low diacritics: ανίκανος Capitals: ΑΝΙΚΑΝΟΣ
Transliteration A: aníkanos Transliteration B: anikanos Transliteration C: anikanos Beta Code: a)ni/kanos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A insufficient, incapable, Babr.92 Subscr., Hld.2.30.    2 dissatisfied with everything, Arr.Epict.4.1.106.

German (Pape)

[Seite 237] 1) für den nichts hinreicht, ungenügsam, Arr. Ep. 4, 1, 106, neben ἄπληστος. – 2) unzureichend, unfähig, Heliod.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνίκᾰνος: [ῐ], -ον, ὁ μὴ ἀρκετός, ὁ μὴ ἱκανός, ὡς καὶ νῦν, Βαβρ. 92, ἐν τέλ., Ἡλιόδ. 2. 30. 2) ὁ μηδὲν εὑρίσκων ἱκανόν, ἀκόρεστος, «ᾧ οὐδέν ἐστιν ἱκανόν, ὁ μηδέποτε λέγων ἅλις» (Σημ. Κοραῆ σ. 408 εἰς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 106). ― Ἐπίρρ. -νως, Κύριλλ. Ἀλ. καὶ ἄλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
insuffisant, incapable.
Étymologie: ἀ, ἱκανός.