ἀντιλάμπω: Difference between revisions
(6_2) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιλάμπω''': [[πέμπω]] καὶ ἐγὼ λάμψιν, [[μεταβιβάζω]] διὰ πυρσοῦ [[ἄγγελμα]], οἱ δ’ ἀντέλαμψαν (δηλ. οἱ φύλακες) καὶ παρήγγειλαν [[πρόσω]] Αἰσχ. Ἀγ. 294. ΙΙ. ἀμετάβ., ἀντανακλῶ φῶς, [[λάμπω]], Ξεν. Κυν. 5.18· πρὸς τὴν σελήνην Πλουτ. Ἄρατ. 21. 2) [[λάμπω]] [[ἔναντι]] ἢ κατὰ πρόσωπόν τινος, ὁ [[ἥλιος]] ἀντιλάμπει τινὶ Πλουτ. Μάρ. 26, κτλ.: θαμβώνω, ἐκπλήττω, τινὶ ὁ αὐτ. 2. 41C, 420F. | |lstext='''ἀντιλάμπω''': [[πέμπω]] καὶ ἐγὼ λάμψιν, [[μεταβιβάζω]] διὰ πυρσοῦ [[ἄγγελμα]], οἱ δ’ ἀντέλαμψαν (δηλ. οἱ φύλακες) καὶ παρήγγειλαν [[πρόσω]] Αἰσχ. Ἀγ. 294. ΙΙ. ἀμετάβ., ἀντανακλῶ φῶς, [[λάμπω]], Ξεν. Κυν. 5.18· πρὸς τὴν σελήνην Πλουτ. Ἄρατ. 21. 2) [[λάμπω]] [[ἔναντι]] ἢ κατὰ πρόσωπόν τινος, ὁ [[ἥλιος]] ἀντιλάμπει τινὶ Πλουτ. Μάρ. 26, κτλ.: θαμβώνω, ἐκπλήττω, τινὶ ὁ αὐτ. 2. 41C, 420F. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> faire briller les signaux à son tour <i>ou</i> en réponse;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> réfléchir la lumière;<br /><b>2</b> briller en face de, τινι ; éblouir, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[λάμπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
inf.
A -λάμπην Sapph.Supp.3.6:—light up in turn, οἱ δ' ἀντέλαμψαν (sc. οἱ φύλακες) A.Ag.294. II intr., reflect light, shine, X.Cyn.5.18; πρὸς τὴν σελήνην Plu.Arat.21; of the rainbow, Anaxag. 19. 2 shine opposite to or in the face of, ὁ ἥλιος ἀ. τινί Plu.Mar. 26,etc., cf. Arr.Tact.27.4: metaph., dazzle, τῷ ἀκροάτῃ λέξις ἀ. Plu. 2.41c. III vie in brilliance with, τινί Philostr.Ep.32.
German (Pape)
[Seite 254] entgegen-, zurückstrahlen, Aesch. Ag. 285; Xen. Cyn. 5, 18; ὁ ἥλιος ἀντιλάμπει τινί, scheint Einem ins Gesicht, Plut. Mar. 26, öfter; περιττὴ λέξις ἀντιλάμπει τῷ ἀκροατῇ πρὸς τὸ δηλούμενον, verblendet den Hörer über den Sinn, de audit. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιλάμπω: πέμπω καὶ ἐγὼ λάμψιν, μεταβιβάζω διὰ πυρσοῦ ἄγγελμα, οἱ δ’ ἀντέλαμψαν (δηλ. οἱ φύλακες) καὶ παρήγγειλαν πρόσω Αἰσχ. Ἀγ. 294. ΙΙ. ἀμετάβ., ἀντανακλῶ φῶς, λάμπω, Ξεν. Κυν. 5.18· πρὸς τὴν σελήνην Πλουτ. Ἄρατ. 21. 2) λάμπω ἔναντι ἢ κατὰ πρόσωπόν τινος, ὁ ἥλιος ἀντιλάμπει τινὶ Πλουτ. Μάρ. 26, κτλ.: θαμβώνω, ἐκπλήττω, τινὶ ὁ αὐτ. 2. 41C, 420F.
French (Bailly abrégé)
I. tr. faire briller les signaux à son tour ou en réponse;
II. intr. 1 réfléchir la lumière;
2 briller en face de, τινι ; éblouir, τινι.
Étymologie: ἀντί, λάμπω.