ἀνυπόστατος: Difference between revisions
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνυπόστᾰτος''': -ον, ᾧ δὲν δύναταί τις νὰ ἀντιστῇ, [[ἀκαταγώνιστος]], [[δύναμις]] Πλάτ. Νόμ. 686Β· [[ἀνάγκη]] Ξεν. Λακ. 10. 7· [[φρόνημα]], [[πόλις]] ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 2, 33, Ἀπομν. 4. 4, 15· τολμήματα Δημ. 1268, ἐν τέλ.: - Ἐπίρρ. -τως Ἀριστόβ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 377D. ΙΙ. [[ἄνευ]] ἀσφαλοῦς βάσεως, ὁ μὴ ἔχων ὑπόστασιν, ἡ τῆς ἀρχῆς [[ὑπόθεσις]] Πολύβ. 1. 5, 3· ἀν. [[εἶναι]] τὰς τῶν ὅλων ἀρχὰς Διογ. Λ. 9. 99· ἴδε τὸ λογοπαίγνιον ἐν Ἀθην. 98C. 2) [[ἄνευ]] ὑποστάθμης, οὖρα Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13, πρβλ. Χρον. Παθ. Θερ. 1. 13. | |lstext='''ἀνυπόστᾰτος''': -ον, ᾧ δὲν δύναταί τις νὰ ἀντιστῇ, [[ἀκαταγώνιστος]], [[δύναμις]] Πλάτ. Νόμ. 686Β· [[ἀνάγκη]] Ξεν. Λακ. 10. 7· [[φρόνημα]], [[πόλις]] ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 2, 33, Ἀπομν. 4. 4, 15· τολμήματα Δημ. 1268, ἐν τέλ.: - Ἐπίρρ. -τως Ἀριστόβ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 377D. ΙΙ. [[ἄνευ]] ἀσφαλοῦς βάσεως, ὁ μὴ ἔχων ὑπόστασιν, ἡ τῆς ἀρχῆς [[ὑπόθεσις]] Πολύβ. 1. 5, 3· ἀν. [[εἶναι]] τὰς τῶν ὅλων ἀρχὰς Διογ. Λ. 9. 99· ἴδε τὸ λογοπαίγνιον ἐν Ἀθην. 98C. 2) [[ἄνευ]] ὑποστάθμης, οὖρα Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13, πρβλ. Χρον. Παθ. Θερ. 1. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />irrésistible.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὑφίστημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be withstood, irresistible, δύναμις Pl.Lg.686b; ἀνάγκη X.Lac.10.7; φρόνημα, πόλις, Id.Cyr.5.2.33, Mem.4.4.15; τολμήματα D.54.38; ἀ. τισὶν ἀνταγωνισταί D.Chr.8.17. Adv. -τως Aristobul. ap. Eus.PE8.10. II without sure foundation, ἡ τῆς ὑποθέσεως ἀρχὴ ἀ. Plb.1.5.3, cf. 12.25f.4; ἀ. εἶναι τὰς τῶν ὅλων ἀρχάς D.L.9.99, cf. Ath. 3.98c. 2 without sediment, οὖρα Aret.SD1.13, cf. CD1.13, Hp. Epid.2.2.23. 3 unsubstantial, Stoic.2.117, Syrian.in Metaph.25.3; of accidental or secondary qualities, Syn.Alch.p.62B.; nonexistent, Ps.-Archyt. ap. Simp.in Ph.785.17; μαντικαί D.L.7.149; τὸ ἀ. . . τῆς μαντικῆς Diogenian.Epicur.4.79; κειμήλιον Secund.Sent. 11. 4 without significance, φωνή Them.in Ph.124.27.
German (Pape)
[Seite 266] 1) nicht aufzuhalten, unwiderstehlich, δύναμις Plat. Legg. III, 686 b; Isocr. 4, 71; Xen. φρόνημα Cyr. 5, 2, 33, wo der Ggstz ἐκπεπληγμένος φόβος. Auch Sp., ἀνυπόστατος ῥώμην Dion. Hal. 11. 27. – 2) ohne Subsistenz, nicht bestehend, Sp., vgl. Ath. III, 98 c; ohne sichere Grundlage, Pol. 1, 5; – ohne Niederschlag, rein, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπόστᾰτος: -ον, ᾧ δὲν δύναταί τις νὰ ἀντιστῇ, ἀκαταγώνιστος, δύναμις Πλάτ. Νόμ. 686Β· ἀνάγκη Ξεν. Λακ. 10. 7· φρόνημα, πόλις ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 2, 33, Ἀπομν. 4. 4, 15· τολμήματα Δημ. 1268, ἐν τέλ.: - Ἐπίρρ. -τως Ἀριστόβ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 377D. ΙΙ. ἄνευ ἀσφαλοῦς βάσεως, ὁ μὴ ἔχων ὑπόστασιν, ἡ τῆς ἀρχῆς ὑπόθεσις Πολύβ. 1. 5, 3· ἀν. εἶναι τὰς τῶν ὅλων ἀρχὰς Διογ. Λ. 9. 99· ἴδε τὸ λογοπαίγνιον ἐν Ἀθην. 98C. 2) ἄνευ ὑποστάθμης, οὖρα Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13, πρβλ. Χρον. Παθ. Θερ. 1. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
irrésistible.
Étymologie: ἀ, ὑφίστημι.