ἀντοφείλω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
(6_2) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντοφείλω''': [[ὀφείλω]] [[χάριν]], ὁ δ’ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος, εἰδὼς οὐκ ἐς [[χάριν]], ἀλλ’ ἐς [[ὀφείλημα]] τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων, εἰξεύρων ὅτι θὰ ἀποδώσῃ τὴν εὐεργεσίαν οὐχὶ πρὸς [[χάριν]], διὰ νὰ τῷ χρεωστῆται [[χάρις]], ἀλλὰ πρὸς ἀπότισιν χρέους, Θουκ. 2. 40. | |lstext='''ἀντοφείλω''': [[ὀφείλω]] [[χάριν]], ὁ δ’ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος, εἰδὼς οὐκ ἐς [[χάριν]], ἀλλ’ ἐς [[ὀφείλημα]] τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων, εἰξεύρων ὅτι θὰ ἀποδώσῃ τὴν εὐεργεσίαν οὐχὶ πρὸς [[χάριν]], διὰ νὰ τῷ χρεωστῆται [[χάρις]], ἀλλὰ πρὸς ἀπότισιν χρέους, Θουκ. 2. 40. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=devoir à son tour <i>ou</i> en retour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ὀφείλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
A owe a good turn, to be indebted, Th.2.40.
German (Pape)
[Seite 265] dagegen, dafür schuldig sein, χάριν Thuc. 2, 40.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντοφείλω: ὀφείλω χάριν, ὁ δ’ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος, εἰδὼς οὐκ ἐς χάριν, ἀλλ’ ἐς ὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων, εἰξεύρων ὅτι θὰ ἀποδώσῃ τὴν εὐεργεσίαν οὐχὶ πρὸς χάριν, διὰ νὰ τῷ χρεωστῆται χάρις, ἀλλὰ πρὸς ἀπότισιν χρέους, Θουκ. 2. 40.