μακρηγορία: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μακρηγορία''': Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, μακρὰ [[διάλεξις]], [[μακρολογία]], Πινδ. Π. 8. 41, [[Πολυδ]]. Β΄, 121· - [[ὡσαύτως]] -γόρημα, τό, Τζέτζ. ἐν Κραμ. Ἀνεκδ. τ. 4, σ. 68, 1.
|lstext='''μακρηγορία''': Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, μακρὰ [[διάλεξις]], [[μακρολογία]], Πινδ. Π. 8. 41, [[Πολυδ]]. Β΄, 121· - [[ὡσαύτως]] -γόρημα, τό, Τζέτζ. ἐν Κραμ. Ἀνεκδ. τ. 4, σ. 68, 1.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />long discours.<br />'''Étymologie:''' [[μακρήγορος]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρηγορία Medium diacritics: μακρηγορία Low diacritics: μακρηγορία Capitals: ΜΑΚΡΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: makrēgoría Transliteration B: makrēgoria Transliteration C: makrigoria Beta Code: makrhgori/a

English (LSJ)

Dor. μακρᾱγ-, ἡ,

   A long-windedness, tediousness, Pi.P.8.30, Poll.2.121.

Greek (Liddell-Scott)

μακρηγορία: Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, μακρὰ διάλεξις, μακρολογία, Πινδ. Π. 8. 41, Πολυδ. Β΄, 121· - ὡσαύτως -γόρημα, τό, Τζέτζ. ἐν Κραμ. Ἀνεκδ. τ. 4, σ. 68, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
long discours.
Étymologie: μακρήγορος.