δωροφορικός: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δωροφορικός''': -ή, -όν, δῶρα φέρων, Πλάτ. Σοφ. 222D. 2) ὡς [[δῶρον]] προσφερόμενος, στολὴ Αἰλιαν. Π. Ἱ. 122· ἐσθὴς «ἣν βασιλεὺς Περσῶν δωρεῖται» Ἡσύχ.
|lstext='''δωροφορικός''': -ή, -όν, δῶρα φέρων, Πλάτ. Σοφ. 222D. 2) ὡς [[δῶρον]] προσφερόμενος, στολὴ Αἰλιαν. Π. Ἱ. 122· ἐσθὴς «ἣν βασιλεὺς Περσῶν δωρεῖται» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />offert en présent.<br />'''Étymologie:''' [[δωροφορέω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωροφορικός Medium diacritics: δωροφορικός Low diacritics: δωροφορικός Capitals: ΔΩΡΟΦΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: dōrophorikós Transliteration B: dōrophorikos Transliteration C: doroforikos Beta Code: dwroforiko/s

English (LSJ)

ή, όν, = sq., Pl.Sph.222d.    II given as a present, στολή Ael.VH1.22.

German (Pape)

[Seite 696] ή, όν, Geschenke bringend; Plat. Soph. 222 d; στολή, als Geschenk dargebracht, Ael. V. H. 1, 22.

Greek (Liddell-Scott)

δωροφορικός: -ή, -όν, δῶρα φέρων, Πλάτ. Σοφ. 222D. 2) ὡς δῶρον προσφερόμενος, στολὴ Αἰλιαν. Π. Ἱ. 122· ἐσθὴς «ἣν βασιλεὺς Περσῶν δωρεῖται» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
offert en présent.
Étymologie: δωροφορέω.