συνήκω: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν: ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ' ἱστορία τὰ καθ' ἕκαστον λέγει → poetry is something more scientific and serious than history, because poetry tends to give general truths while history gives particular facts

Source
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνήκω''': ἔχω ἔλθῃ [[ὁμοῦ]], εἰ λογιούμενοι ξυνήκετε Θουκ. 5. 87. ΙΙ. σ. εἰς ἕν, ἐπὶ τειχῶν, συνάπτομαι, συναντῶμαι εἰς ἕν, συνήκοι ἂν τὰ ἔργα εἰς ἓν ἐξ ἁπάντων τῶν τειχῶν Ξεν. Πόροι 4. 44˙ τὰ δ’ [[ὄπισθεν]] κοῦφα καὶ συνήκοντα [[πάλιν]] εἰς στενόν, γενόμενα [[πάλιν]] στενά, Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορείας 10. 10˙ οὕτω, σ. εἰς ὀξὺ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 13, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1.
|lstext='''συνήκω''': ἔχω ἔλθῃ [[ὁμοῦ]], εἰ λογιούμενοι ξυνήκετε Θουκ. 5. 87. ΙΙ. σ. εἰς ἕν, ἐπὶ τειχῶν, συνάπτομαι, συναντῶμαι εἰς ἕν, συνήκοι ἂν τὰ ἔργα εἰς ἓν ἐξ ἁπάντων τῶν τειχῶν Ξεν. Πόροι 4. 44˙ τὰ δ’ [[ὄπισθεν]] κοῦφα καὶ συνήκοντα [[πάλιν]] εἰς στενόν, γενόμενα [[πάλιν]] στενά, Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορείας 10. 10˙ οὕτω, σ. εἰς ὀξὺ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 13, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1.
}}
{{bailly
|btext=être venu ensemble ; être réuni, se réunir.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἥκω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνήκω Medium diacritics: συνήκω Low diacritics: συνήκω Capitals: ΣΥΝΗΚΩ
Transliteration A: synḗkō Transliteration B: synēkō Transliteration C: syniko Beta Code: sunh/kw

English (LSJ)

   A to have come together, be assembled, meet, Th.5.87.    II σ. εἰς ἕν, of walls, meet in a point, X.Vect.4.44; σ. εἰς στενόν to narrow down, Arist.IA710b2; so εἰς ὀξύ Id.HA495b10, Thphr.HP 3.11.1.

Greek (Liddell-Scott)

συνήκω: ἔχω ἔλθῃ ὁμοῦ, εἰ λογιούμενοι ξυνήκετε Θουκ. 5. 87. ΙΙ. σ. εἰς ἕν, ἐπὶ τειχῶν, συνάπτομαι, συναντῶμαι εἰς ἕν, συνήκοι ἂν τὰ ἔργα εἰς ἓν ἐξ ἁπάντων τῶν τειχῶν Ξεν. Πόροι 4. 44˙ τὰ δ’ ὄπισθεν κοῦφα καὶ συνήκοντα πάλιν εἰς στενόν, γενόμενα πάλιν στενά, Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορείας 10. 10˙ οὕτω, σ. εἰς ὀξὺ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 13, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1.

French (Bailly abrégé)

être venu ensemble ; être réuni, se réunir.
Étymologie: σύν, ἥκω.