ἐκστρατεύω: Difference between revisions
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκστρᾰτεύω''': [[ἐξέρχομαι]] εἰς ἐκστρατείαν, ἐς Λεῦκτρα Θουκ. 5. 54. Ξεν. Ἀγησ. 7. 7· ἐκστρ. τινά, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἐκστρατεύσῃ, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 9. 5, 6. ΙΙ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[ἀπέρχομαι]] εἰς ἐκστρατείαν, Ἡρόδ. 1. 190., 4. 159, κτλ. [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ. εἶμαι ἐν ἐκστρατείᾳ, Θουκ. 2. 12· ἐπὶ τοῖς ὁρίοις Ἀνδοκ. 7. 11. 2) τελειώνω τὴν ἐκστρατείαν μου, Θουκ. 5. 55. | |lstext='''ἐκστρᾰτεύω''': [[ἐξέρχομαι]] εἰς ἐκστρατείαν, ἐς Λεῦκτρα Θουκ. 5. 54. Ξεν. Ἀγησ. 7. 7· ἐκστρ. τινά, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἐκστρατεύσῃ, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 9. 5, 6. ΙΙ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[ἀπέρχομαι]] εἰς ἐκστρατείαν, Ἡρόδ. 1. 190., 4. 159, κτλ. [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ. εἶμαι ἐν ἐκστρατείᾳ, Θουκ. 2. 12· ἐπὶ τοῖς ὁρίοις Ἀνδοκ. 7. 11. 2) τελειώνω τὴν ἐκστρατείαν μου, Θουκ. 5. 55. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire une expédition, marcher contre;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐκστρατεύομαι;<br /><b>1</b> marcher contre;<br /><b>2</b> terminer une expédition.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[στρατεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
A march out, ἐς Λεῦκτρα Th.5.54 ; ὡς δουλωσόμενος.. X.Ages.7.7 : trans., ἐ. τινά march him out, D.H. Rh.9.5,6. II in Med., abs., take the field, Hdt.1.190 ; ἐς Ἴρασα Id.4.159 : pf. Pass., to be in the field, Th.2.12 ; ἐπὶ τοῖς ὁρίοις And.1.45. 2 in pf., to have ended the campaign, Th.5.55. b pf. part. Pass. ἐξεστρατευμένοι veterans, App.BC3.46.
German (Pape)
[Seite 779] ausmarschiren, mit dem Heere ausrücken; πανδημεὶ εἰς Λεῦκτρα Thuc. 5, 54; Xen. Ages. 7, 7; auch transit., τινά, ins Feld führen, Dion. Hal. rhet. 9, 5. 6. – Das med. in der ersten Bdtg des act., Her. 1, 190; τοὺς Λακεδαιμονίους ἐξεστρατεῦσθαι Thuc. 5, 55 (wo es nicht nöthig ist, es zu übersetzen: beendigen des Feldzugs), u. öfter; Xen. Hell. 7, 5, 9 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκστρᾰτεύω: ἐξέρχομαι εἰς ἐκστρατείαν, ἐς Λεῦκτρα Θουκ. 5. 54. Ξεν. Ἀγησ. 7. 7· ἐκστρ. τινά, κάμνω τινὰ νὰ ἐκστρατεύσῃ, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 9. 5, 6. ΙΙ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀπέρχομαι εἰς ἐκστρατείαν, Ἡρόδ. 1. 190., 4. 159, κτλ. οὕτως ἐν τῷ παθ. πρκμ. εἶμαι ἐν ἐκστρατείᾳ, Θουκ. 2. 12· ἐπὶ τοῖς ὁρίοις Ἀνδοκ. 7. 11. 2) τελειώνω τὴν ἐκστρατείαν μου, Θουκ. 5. 55.
French (Bailly abrégé)
faire une expédition, marcher contre;
Moy. ἐκστρατεύομαι;
1 marcher contre;
2 terminer une expédition.
Étymologie: ἐκ, στρατεύω.